Ως το τέλος του κόσμου

26 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α ριών” μόνος του φαίνεται πως θέλησε να πάρει. Λες να πήγε τελικά; Ακόμη φυλάω το τούλι με τα κοχύλια και μην ξεχά­ σεις ποτέ πως ορκιστήκαμε αιώνια πίστη μεταξύ μας με τα δάχτυλα πλεγμένα κρατώντας τα στη χούφτα μας. Εκεί φυ­ λακίσαμε τα μυστικά μας. Εγώ το δικό μου κι εσύ το δικό σου. Και, για να λέμε την αλήθεια, όσο χαμένα και να τα ’χω, το δικό σου είναι πολύ βαρύ…». «Λοιπόν, αρκετά, πρέπει να τελειώνουμε» η νευρική φωνή του χωροφύλακα τη συνέφερε. «Δεν πάω πουθενά αν δεν πάρω αυτό που θέλω» τσί- ριξε η Μενεξία και χτύπησε με τις γροθιές της τους δυο άντρες που έστεκαν μπροστά, εμποδίζοντάς της την εί- σοδο. «Μαμά, ηρέμησε. Τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που πρέπει να πάρεις αποδώ μέσα;» παρενέβη η κόρη της. Η Μενεξία έσπρωξε τον Δαμιανό, όρμησε αλαφια- σμένη στο δωμάτιο και, αφού έχωσε τα χέρια κάτω από το μαξιλάρι της γριάς, έκλεισε στη χούφτα της το πολύ- τιμο, όπως έδειχνε, γι’ αυτήν εύρημά της. «Τι βούτηξες αποκεί κάτω, Μενεξία, μπορώ να δω;» Ο Γεωργίου προσπάθησε να της ανοίξει την παλάμη. Τρέμοντας του έδωσε μια αγκωνιά και άνοιξε διστα- χτικά το χέρι της: «Δες το, αλλά να ξέρεις, ούτε πεθαμέ- νη δεν πρόκειται να μου το πάρεις. Αυτό ήταν δικό της και τώρα είναι δικό μου. Δώσαμε όρκο πως θα ενώνει τα μυστικά μας». Ένα τούλι δεμένο με σατέν γαλάζια κορδέλα κρατού- σε φυλακισμένα δυο μικρά κοχύλια κι ένα ραβασάκι. Ο Μάνος, αφού πήρε την έγκριση του χωροφύλακα, έγνε-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=