Ως το τέλος του κόσμου

19 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ λι. «Ας είναι. Λοιπόν; Πού σε είχε στείλει η μάνα σου; Μήπως στης Εγγλέζας; Συνήθιζε να σε στέλνει εκεί ή πρώτη φορά το έκανε;» κι ύστερα τρομαγμένη να κλαίει και να κοιτά γύρω της, ψάχνοντας να βρει τη σωστή απάντηση που έπρεπε να δώσει. ΗΜενεξία, που μέχρι τότε έμενε ξαπλωμένη στο πρό- χειρο ράντζο, με την πλάτη γυρισμένη στην ανοιχτή πόρ- τα του γραφείου, σηκώθηκε αργά και χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της πλησίασε και άνοιξε το τζάμι. Ο καιρός λυσσομανούσε. Δυνατός αέρας χαστούκισε το πρόσωπό της την ώρα που χοντρές στάλες βροχής μού- σκευαν το περβάζι. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε το νερό ακολουθώντας το αργοκύλισμα μιας σταγόνας. Η υγρα- σία νότισε τα κόκαλά της. Πήρε μια ανάσα και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι ρώτησε: «Ύστερα από τόσα χρόνια! Γιατί ήρθες; Γιατί ήρθες τώρα;». Ο νεαρός πρόεδρος, θέλοντας να αλλάξει την ατμό- σφαιρα, απευθύνθηκε στη Στελλίνα, που προσπαθούσε να επιστρέψει στο σήμερα: «Λοιπόν, δεν μας είπες, είχες καλό ταξίδι; Πώς να είχες δηλαδή με τέτοιο καιρό; Ευτυχώς που έδεσε το καράβι χωρίς ζημιά κι ένας Θεός ξέρει πότε θα κατορ- θώσει να λύσει για να πάει ο κόσμος στις δουλειές του. Τέλος πάντων, τι σκέφτεσαι να κάνεις; Πού θα μείνεις;». «Τι ερώτηση είναι αυτή, Μάνο; Στο σπίτι μου! Πού αλλού; Ή όποιος λείπει χρόνια από τον τόπο του χάνει και το σπίτι του; Εκεί θα μείνω με τη μάνα μου». Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν αμήχανοι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=