Ως το τέλος του κόσμου

18 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α τις χοντρές πιτσιλιές λάσπης που είχαν πεταχτεί από τη λακκούβα πάνω της, τάχυνε το βήμα και, χωρίς να κοι- τάξει γύρω της, ανέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια, προ- σπέρασε τον καφενέ του Αργύρη και στην επόμενη γωνία χτύπησε την πόρτα του κοινοτικού γραφείου. Ο άντρας που άνοιξε φάνηκε να απορεί στη θέα της κοπέλας που στεκόταν μπροστά του. «Ποια είστε, τι θέλετε;» Έβγαλε τα γυαλιά και κάρ- φωσε το βλέμμα της πάνω του. «Στελλίνα! Μα ναι, βέ- βαια, εσύ είσαι. Ποια άλλη έχει τέτοια μάτια! Πόσα χρό- νια! Με θυμάσαι; Είμαι ο Δαμιανός Γεωργίου, που έκανα τότε στην Αιγιάλη την ανάκριση για τον θάνατο του πα- τέρα σου. Τώρα είμαι συνταξιούχος. Πώς βρέθηκες εδώ; Δεν θυμάμαι να σε ειδοποίησα. Άλλωστε, πρώτη η μάνα σου μου το απαγόρευσε. Ε, Μενεξία; Μίλα. Εσύ δεν είπες να μην ειδοποιήσω κανέναν; Τη Στελλίνα δεν εννοούσες, μήπως έχεις κι άλλον;» «Εγώ την ειδοποίησα» ακούστηκε η φωνή του κοινο- τάρχη, που μόλις είχε μπει ακολουθώντας διακριτικά την κοπέλα στη διαδρομή της απ’ το καράβι. Σαν να μην άκουσε, δεν γύρισε προς το μέρος του. Η σκέψη της ταξίδευε αλλού. Μια εικόνα απ’ τα παλιά, όσο κι αν ήθελε να τη διώξει, περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά της. Τότε, πριν από χρόνια, όταν αυτός ο γε- ρασμένος άνθρωπος, που τώρα στεκόταν καλοσυνάτος απέναντί της, την κοιτούσε αγριεμένος με σφιγμένα χεί- λη, έτοιμος να την ανακρίνει: «Γιατί το βράδυ του φόνου δεν είχες γυρίσει σπίτι, παιδί μου;». «Δεν είναι φόνος!» θυμήθηκε πως τον είχε διακόψει με κατεβασμένο κεφά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=