Ως το τέλος του κόσμου

17 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ παλιόγρια, κι ας είχε καταντήσει ανυπόφορη, κι αφήνει τη σκέψη της να πάει παρακάτω. Σηκώθηκα ατάραχη, σκούπι­ σα το ματωμένο της πρόσωπο και κάνοντας δυο βήματα προς την πόρτα ψιθύρισα: «Καληνύχτα, καλή μου. Αύριο που θα είσαι καλύτερα θα έρθω να σου διαβάσω τη λαίδη Τσάτερλι». Εκείνη ηρέμησε και άρχισε να κλαίει: «Μη φεύγεις, σε παρακαλώ, μη φεύγεις. Κοιμήσου εδώ, δίπλα μου, στον κα­ ναπέ, και κράτα μου το χέρι. Σε παρακαλώ, κράτα μου το χέρι, φοβάμαι». Έτσι μισογερμένη στην πολυθρόνα, κρατώ­ ντας το αδύναμο χέρι της ανάμεσα στο δικό μου, ξημερώθηκα δίπλα της. Τελικά, πέρασαν δυο μερόνυχτα κλεισμένοι οι δυο τους στο μικρό γραφείο χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Μό- νο ματιές, ματιές κλεφτές, βέλη φαρμακερά του ενός προς τον άλλο. Ο καιρός δεν άφηνε ούτε πλοίο ούτε καΐκι να φτάσει στο νησί, ώσπου την τρίτη μέρα φάνηκε από μακριά να θαλασσοδέρνεται το «Εξπρές Σκοπελί- της». Ο τολμηρός καπετάν Γιάννης, εραστής της θάλασ- σας, κατόρθωσε να κουμαντάρει την πλανεύτρα και, πλησιάζοντας στη στεριά με τη συνοδεία των γλάρων, να αράξει ξεφορτώνοντας εμπορεύματα και ανθρώπους. Ανάμεσά τους και μια νέα κοπέλα, ψηλή, λεπτή, με σκούρα κορακάτα μαλλιά, που έκρυβε κάτω από τα με- γάλα μαύρα γυαλιά τα βαθυπράσινα μάτια της. Έσφιξε με δύναμη τον γιακά του μπουφάν στον λαιμό της, προ- σπαθώντας να προστατευτεί από τον δυνατό αέρα, και πατώντας άτσαλα σε μια λασκαρισμένη πέτρα του λιθό- στρωτου σήκωσε το βλέμμα ψηλά στον λόφο και παρα- τήρησε το αρχοντικό τωνΜόργκαν. Ύστερα, αγνοώντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=