Ως το τέλος του κόσμου

16 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α Ανασκαλεύει τις αναμνήσεις της και μια σκηνή απ’ τα παλιά βγαίνει στην επιφάνεια και ζωντανεύει μπροστά στα μάτια της. Ένα κουδούνι χτυπά βουρλισμένα και την καλεί. Θα έπλη­ ξε τόση ώρα ξαπλωμένη ανάσκελα, σκέφτεται κι ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας, κρατώντας ένα φλιτζάνι ζεστό εγγλέ­ ζικο τσάι απ’ αυτό που τόσο της άρεσε να πίνει χειμώνα καλοκαίρι. Απλώνει το χέρι και γυρίζει το πόμολο της πόρ­ τας που οδηγεί στο υπνοδωμάτιό της. Είναι σκοτεινά, μόνο μια αμυδρή λάμψη από τον διάδρομο φωτίζει τον χώρο. Μό­ λις διακρίνει την ανταύγεια του καθρέφτη, την πολυθρόνα και το μεγάλο κρεβάτι. Μένει για λίγο ακίνητη και την πα­ ρατηρεί. Ξαπλωμένη πάνω στα βαμβακερά κλινοσκεπάσμα­ τα, φοράει το αραχνοΰφαντο νυχτικό με τον ψηλό γιακά που κρύβει τον άλλοτε κύκνειο μα τώρα πια ζαρωμένο λαιμό της. Στο ένα χέρι κρατά το κουδούνι και στο άλλο τη μυγοσκοτώ­ στρα. Παίρνει μια ανάσα και στη συνέχεια, υποκύπτοντας σε μια παρόρμηση της στιγμής, μπαίνει στο δωμάτιο, αφήνει στο τραπεζάκι το φλιτζάνι με το τσάι και γονατίζει μπροστά στο κρεβάτι. Αγγίζει τρυφερά τον τσιμπημένο από τα έντομα κοκαλιάρικο καρπό της Έλεν. Τη λυπάται. Ίσως ακόμα και να την αγαπά. Εκείνη αρχίζει να τσιρίζει και να στριφογυρί­ ζει στο στρώμα, παρασύροντας με τον αγκώνα το καυτό τσάι που χύνεται πάνω της. «Σκύλα, κατέστρεψες το νυχτικό μου. Χάσου από μπροστά μου» φωνάζει φρενιασμένη, βυθίζοντας τα μακριά νύχια, που από καιρό αρνιόταν να κόψει, στο πα­ χουλό μάγουλο της Μενεξίας. Ήταν από τις φορές που ήθελα να τη σκοτώσω , σκέφτεται, όμως δεν το έκανα, ποτέ δεν θα μπορούσα να σκοτώσω την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=