Όσα κρατήσαμε κρυφά

Ο Σ Α Κ Ρ Α Τ Η Σ Α Μ Ε Κ Ρ Υ Φ Α 27 και μετά πέρασε την πύλη και μπήκε στην εσωτερική αυλή της Λουμπιάνκα. Ένιωσα να μου ανεβαίνει εμετός, και τον κατάπια γρήγορα. Οι άντρες που κάθονταν δίπλα μου με είδαν και απομακρύνθηκαν όσο μπορούσαν. Το αμάξι σταμάτησε. «Ποιο είναι το ψηλότερο κτίριο στη Μόσχα;» ρώτησε αυτός που μύριζε κρεμμύδια και λάχανο, ανοίγοντας την πόρτα. Μου ήρθε άλλο ένα κύμα ναυτίας, έσκυψα μπροστά και άδειασα στο λιθόστρωτο τα τηγανητά αυγά που είχα φάει το πρωί, αποφεύγοντας για λίγο τα θαμπά μαύρα παπούτσια του. «Η Λουμπιάνκα φυσικά. Λέ- νε ότι από το υπόγειο βλέπεις μέχρι και τη Σιβηρία». Ο δεύτερος άντρας γέλασε κι έσβησε το τσιγάρο του με τη σόλα του παπουτσιού του. Έφτυσα δυο φορές και σκούπισα το στόμα μου με την ανάποδη του χεριού μου. Μπήκαμε στο μεγάλο κίτρινο κτίριο, και οι άντρες με τα μαύρα κουστούμια με παρέδωσαν σε δύο γυναίκες δεσμο- φύλακες, αφού πρώτα με κοίταξαν καλά καλά με ένα βλέμ- μα που έλεγε ότι έπρεπε να είμαι ευγνώμων που δεν θα με πήγαιναν αυτοί στο κελί μου. Η πιο μεγαλόσωμη από τις δύο γυναίκες, που είχε ένα αμυδρό μουστάκι, καθόταν σε μια μπλε πλαστική καρέκλα στη γωνία, ενώ η μικρόσωμη μου ζήτησε να γδυθώ με μια φωνή τόσο απαλή, σαν να καλόπιανε μικρό παιδί για να το πείσει να καθίσει στο γιο­ γιό. Έβγαλα το σακάκι, το φόρεμα και τα παπούτσια μου μένοντας με εσώρουχα στο χρώμα του δέρματος, ενώ η μικρόσωμη γυναίκα μου έβγαλε το ρολόι από τον καρπό και τα δαχτυλίδια. Τα έριξε σε ένα μεταλλικό δοχείο κι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=