Όσα κρατήσαμε κρυφά

25 Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1 Η ΜΟΥΣΑ Όταν ήρθαν οι άντρες με τα μαύρα κουστούμια, η κόρη μου τους πρόσφερε τσάι. Εκείνοι το δέχτηκαν, με την ευ- γένεια ενός προσκεκλημένου. Όταν όμως άρχισαν να αδειά- ζουν τα συρτάρια του γραφείου μου στο πάτωμα, να αδειά- ζουν σωρηδόν τα ράφια από τα βιβλία, να αναποδογυρίζουν στρώματα, να ψάχνουν σε ντουλάπες, η Ίρα κατέβασε από τη φωτιά το τσαγερό που σφύριζε κι έβαλε τα φλιτζάνια και τα πιατάκια του τσαγιού πίσω στο ντουλάπι. Όταν ένας άντρας που κρατούσε ένα μεγάλο κιβώτιο είπε στους υπόλοιπους να μαζέψουν ό,τι θεωρούν χρήσιμο, ο μικρός μου γιος, ο Μίτια, πήγε στο μπαλκόνι όπου είχε τον σκαντζόχοιρό του. Τον έκρυψε μέσα στο πουλόβερ του, λες και οι άντρες θα έπαιρναν και το ζωάκι του. Ένας απ’ αυτούς –εκείνος που αργότερα θα γλιστρούσε το χέρι του μέχρι τον πισινό μου όταν θα με έσπρωχνε μέσα στο μαύρο αυτοκίνητό τους– ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφά- λι του Μίτια και του είπε ότι είναι καλό παιδί. Ο Μίτια, ο καλοσυνάτος Μίτια, του έσπρωξε το χέρι με μια απότομη κίνηση και τρύπωσε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την αδερφή του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=