Όσα κρατήσαμε κρυφά

L Α R A P R E S C O T T 36 τό μου που ρώτησα έναν συγγραφέα να μου εξηγήσει το έργο του πριν το τελειώσει. «Την παλιάΜόσχα. Είσαι πολύ μικρή για να τη θυμάσαι». «Πολύ ενδιαφέρον» είπε ο Κονσταντίν. «Ας πάμε να τα πούμε στο γραφείο μου». «Ελπίζω να σε ξαναδώ, Όλγα Βσεβολόντοβνα» είπε ο Μπορίς. «Τι ωραία που έχω ακόμη θαυμαστές». Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Την πρώτη φορά που συμφώνησα να συναντηθούμε, εγώ άργησα κι εκείνος έφτασε νωρίς. Είπε ότι δεν τον πεί- ραζε, ότι είχε φτάσει στην Πλατεία Πουσκίνσκαγια μία ώρα νωρίτερα και είχε περάσει απολαυστικά την ώρα του πα- ρακολουθώντας τα περιστέρια να παίρνουν τη θέση τους το ένα μετά το άλλο πάνω στο χάλκινο άγαλμα του Πούσκιν, σαν ζωντανά φτερωτά καπέλα. Όταν κάθισα δίπλα του στο παγκάκι, μου έπιασε το χέρι και είπε ότι δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από τότε που με γνώρισε. Σκεφτόταν συνέχεια πώς θα ήταν να με βλέπει να πλησιάζω και να κάθομαι δίπλα του, πώς θα είναι να μου πιάσει το χέρι. Από τότε κάθε πρωί με περίμενε έξω από το διαμέρισμά μου. Πριν από τη δουλειά, περπατούσαμε στις φαρδιές λεωφόρους, διασχίζαμε πλατείες και πάρκα, και όλες τις γέφυρες τουΜόσχοβα, χωρίς ποτέ να έχουμε κάποιο προο­ ρισμό. Οι μοσχολεμονιές είχαν ανθίσει εκείνο το καλοκαί- ρι, και όλη η πόλη είχε μια μυρωδιά γλυκιά και ανεπαίσθη- τα σάπια. Του είχα πει τα πάντα: για τον πρώτο άντρα μου, που τον βρήκα κρεμασμένο στο διαμέρισμά μας, για τον δεύ- τερο που πέθανε στα χέρια μου, για τους άντρες που είχαν μπει στη ζωή μου πριν από αυτούς, και τους άντρες που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=