Όσα κρατήσαμε κρυφά
L Α R A P R E S C O T T 34 Είδα για πρώτη φορά τον Μπορίς σε μια ανάγνωση ενός βιβλίου του. Στεκόταν πίσω από ένα απλό ξύλινο βήμα, με έναν προβολέα να φωτίζει τα ασημένια του μαλλιά και να δίνει μια γυαλάδα στο ψηλό του μέτωπο. Καθώς διάβαζε ποιήματά του, τα μάτια του ήταν διάπλατα, και οι εκφράσεις του, υπερβολικές και παιδιάστικες, ακτινοβολούσαν στο ακροατήριο κατά κύματα, φτάνοντας μέχρι και τη δική μου θέση στον εξώστη. Τα χέρια του έκαναν γρήγορες κινήσεις, σαν να διηύθυνε ορχήστρα. Και κατά κάποιον τρόπο, αυτό έκανε.Μερικές φορές το ακροατήριο δεν μπορούσε να κρα- τηθεί και φώναζε τους στίχους πριν τελειώσει ο Μπορίς. Μια φορά σταμάτησε και κοίταξε προς τα πάνω μέσα από τα φώτα, και παίρνω όρκο ότι με είδε να παρακολουθώ από τον εξώστη, ότι το βλέμμα μου πέρασε μέσα από τα εκτυ- φλωτικά φώτα και συνάντησε το δικό του. Όταν τελείωσε, σηκώθηκα με τα χέρια μου πιασμένα, ξεχνώντας να χειρο- κροτήσω. Παρακολουθούσα καθώς όρμησαν θεατές στη σκηνή και τον περικύκλωσαν, και έμεινα εκεί όρθια καθώς άδειαζε η σειρά μου, μετά ο εξώστης, μετά όλη η αίθουσα. Πήρα το στιλό. Ή να αρχίσω με το πώς άρχισαν όλα; Δεν είχε περάσει ούτε μια βδομάδα από τη βραδιά ανάγνω- σης ποίησης, και ο Μπορίς στεκόταν στο παχύ κόκκινο χαλί στη ρεσεψιόν των γραφείων του λογοτεχνικού περιο- δικού Νόβι Μιρ και μιλούσε με τον νέο αρχισυντάκτη, τον Κονσταντίν Μιχαήλοβιτς Σιμόνοφ, έναν άνθρωπο που είχε μια ντουλάπα γεμάτη προπολεμικά κουστούμια και δύο δαχτυλίδια με ρουμπίνι που χτυπούσαν μεταξύ τους όταν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=