Όσα κρατήσαμε κρυφά

Ο Σ Α Κ Ρ Α Τ Η Σ Α Μ Ε Κ Ρ Υ Φ Α 33 «Και θα ήθελα να είσαι ευθύς μαζί μου, Ανατόλι Σερ- γκέγιεβιτς». «Κι εγώ θα ήθελα να είσαι ειλικρινής μαζί μου, Όλγα Βσεβολόντοβνα». Έβγαλε ένα λεκιασμένο μαντίλι από την τσέπη του και φύσηξε τη μύτη του. «Πες μου γι’ αυτό το μυθιστόρημα που γράφει. Έχω ακούσει διάφορα». «Όπως;» «Πες μου» είπε. «Για τι πράγμα μιλά το Δόκτωρ Ζιβάγκο ;» «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις;» «Το γράφει ακόμη». «Ας πούμε ότι σε αφήνω εδώ μόνη για λίγο, με ένα χαρτί κι ένα στιλό – ίσως θα μπορούσες να σκεφτείς τι ξέρεις και τι δεν ξέρεις για το βιβλίο και να τα γράψεις όλα. Τι λες, είναι καλό αυτό το πλάνο;» Δεν απάντησα. Σηκώθηκε και μου έδωσε ένα πάκο λευκές σελίδες. Έβγαλε από την τσέπη του ένα επίχρυσο στιλό. «Να, πάρε το στιλό μου». Με άφησε με το στιλό του και το χαρτί του και τους τρεις φρουρούς του. Αγαπητέ Ανατόλι Σεργκέγιεβιτς Σεμιόνοφ, Χρειάζεται να βάλω προσφώνηση εδώ όπως σε μια κανονική επιστολή; Τι προσφώνηση βάζεις σε μια ομολογία; Έχω κάτι να ομολογήσω, αλλά δεν είναι αυτό που θέλεις να ακούσεις. Και για μια τέτοια ομολογία, από πού να αρχίσει κανείς; Ίσως από την αρχή; Άφησα το στιλό κάτω.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=