ΟΡ Κ Ι ΣΜΕΝΗ 17 τή ανάσα δεν βγαίνει πια απ’ το πρόσωπο του πατέρα μου, άντε, Μάτια, μουρμουρίζουν στους χεροδύναμους κουβαλητάδες τους, δεν με κοιτάζουνε κατάματα, δεν θέλουνε να βλέπουνε του πατέρα τον θάνατο στα μάτια της κόρης του, κάλλιο να βλέπανε τον θάνατο στα μάτια του πατέρα, όμως ποτέ στης κόρης του τα μάτια, θέλουν να πάνε να ξαπλώσουν ήσυχοι στα κρεβάτια τους, ενώ εγώ πρέπει να παραμείνω όρθια, να μη χάσω τον έλεγχο του κορμιού μου, ένα βήξιμο, και λέω, τι μου φέρνετε πληγή ή θάνατο;
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=