Ορκισμένη

RENE KARABASH 16 φωμένα στα μάτια τ’ αδερφού του Νεμάνια, τα δυνατά του χέρια αρπάζουν τον πατέρα μου και τον γυρίζουνε στην άλλη μεριά, εκεί όπου δύει ο ήλιος, είναι σ’ υπερένταση, βλέποντας τα δάχτυλά του μες στο αίμα, τα σκουπίζει στο πουκάμισο του Μουράς, οι αγγελιοφόροι του θανάτου διαδίδουνε την είδηση για τον σκοτωμένο, πυροβολήσαν τον Μουράς, ο Μουράς σκοτώθηκε, ξαπλώσαν τον Μουράς στις άγριες ροδιές, στις ροδιές, Μουράς, Μουράς, Μουράς, φωνάζει η μάνα μου και βουλιάζει στα φουστάνια της καταμεσής στον δρόμο, Μουράς, ζωή μου, ο αέρας μεταφέρει τις φωνές των αγγελιοφόρων, οι φωνές προφταίνουνε τη μάνα μου στον χωματόδρομο προς το σπίτι και τη ρίχνουν κάτω, η μάνα μου βουλιάζει στα φουστάνια της καταμεσής στον δρόμο, τέσσερις γεροδεμένοι άντρες περπατούν στον χωματόδρομο προς το σπίτι, πάνω σε τέσσερα κλαδιά οξιάς κουβαλούνε το σώμα του πατέρα μου, ο δρόμος είναι ανώμαλος, οι κουβαλητές παραπατούνε στριμωγμένοι, το σώμα του πατέρα μου ανασηκώνεται και πέφτει με γδούπο, τ’ αφήνουνε στα πόδια μου και κείνο μένει ασάλευτο, τώρα πρέπει να ρωτήσω για όλα, όπως ορίζει το Κανούν, πρέπει να ρωτήσω τους κουβαλητάδες αυτό που πρέπει να ρωτήσω, ανοίγω το στόμα μου κι από μέσα βγαίνει μόνο η καυτή ανάσα, η καυτή ανάσα στο κρύο, μπροστά στα πρόσωπα των κουβαλητάδων, η καυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=