Ώρες κοινής ανησυχίας

12 ΜΑΙΡΗ ΚΟΝΤΖΟΓΛΟΥ πορεύονται όλοι και όλα στην παλιά πολυκατοικία. Το «ρημάδι» όπως το ονομάζουν οι απέναντι. Το ρημάδι, όπως θα το λέμε και εμείς στο εξής. Η μέρα κρέμεται αναποφάσιστη από το χείλος του Απρίλη, να γκρεμιστεί στην Πρωτομαγιά ή όχι; Τού­ τη τη χρονιά τής το χάλασαν, το Σύμπαν υπάκουσε στους «Μεγάλους», τα κατάφεραν επιτέλους να μη γιορτασθεί. Ούτε σαν εργατική Πρωτομαγιά, ούτε σαν ξεσάλωμα με σούβλες και τσίπουρα. Είναι η κατάσταση τέτοια... Όταν έφτασαν τα πρώτα χελιδόνια, δυσκολεύτη­ καν να βρούνε ήσυχες γωνιές να χτίσουν τις φωλιές τους ή να ανακαινίσουν τις παλιές. Οι άνθρωποι ήταν όλοι στο σπίτι, είτε είχαν σταματήσει τις δουλειές τους είτε, στην καλύτερη, εργάζονταν από εκεί. Έτσι είχαν όλο τον χρόνο να διώχνουν τα χελιδόνια με ζήλο, σκούπες και σφουγγαρίστρες, ξουτ! ξουτ! Να πήγαιναν αλλού, ορίστε μας! Στο κάτω κάτω ποια νοικοκυρά θέλει να της χέζουν το μπαλκόνι; Και επειδή κανείς δεν κατάλαβε τον ερχομό της άνοιξης, όλα είναι διαφορετικά. Τα παλτό συνεχίζουν να κρέμονται μελαγχολικά στις κρεμάστρες πίσω από τις πόρτες εισόδου, τα χαλιά κυλιούνται τεμπέ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=