Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
11 Ό Ν Ε Ι Ρ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι Ν Ή Σ Ν Ύ Χ Τ Α Σ Έφτασε στη γωνία. Στάθηκε για λίγο ακουμπώντας στον τοίχο. Κοίταξε κάτω, στα πόδια της. Ένα μικρό κόκκινο λουλού- δι ξεπεταγόταν από την άσφαλτο ανάμεσα στα αθλητικά της παπούτσια. Το πήρε και χαμογέλασε αδύναμα. Έξι είδη τώρα, σκέφτηκε και έστριψε στη γωνία. Αυτό είναι που λένε «παραλίγο». Εκείνος καθόταν σ’ ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα στον πίσω κήπο. Καθόταν έχοντας την πλάτη προς το μέρος της, σκυφτός και με το πρόσωπο στραμμένο κάτω στα γόνατά του. Λες και όλα τα βάρη του κόσμου πίεζαν τους ώμους του προς τη γη. Προχώρησε αθόρυβα. Δεν κρατούσε κανέναν ελβετικό σου- γιά, μόνον έξι διαφορετικά λουλούδια σ’ ένα πένθιμο μπουκέτο. Ήταν αυτή η ίδια το όπλο. Η παρουσία της. Όλα εκείνα στα οποία η παρουσία της θα μπορούσε να απευθυνθεί. Αυτό ήταν το όπλο της, το μοναδικό της όπλο. Ήταν σχεδόν δίπλα του. Εκείνος παρέμεινε καθισμένος, δεν έκανε ρούπι. Το βάρος φαινόταν τιτάνιο. Σύντομα θα στρεφόταν προς το μέρος της. Το μαχαίρι θα άστραφτε στο χέρι του. Αυτή θα ήταν η αποφασιστική στιγμή. «Νεντίμ;» έκανε εκείνη χαμηλόφωνα. Εκείνος δεν απάντησε. Απλώς καθόταν και φαινόταν κουρα- σμένος έως θανάτου. «Νεντίμ;» έκανε εκείνη ξανά, λίγο δυνατότερα, και έβαλε το χέρι της στον ώμο του. Απαλά, πολύ απαλά. Τότε εκείνος έπεσε μπροστά. Το αόρατο βάρος τον σώριασε πάνω στην άσφαλτο. Εκείνος έπεσε μονοκόμματα, βαριά, αδέξια. Τα μάτια του στραμμένα στον φωτεινό καλοκαιρινό ουρανό. Με μαύρες σακούλες από κάτω. Σαν να μην είχε κοιμηθεί εδώ και μήνες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=