Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας

9 Ό Ν Ε Ι Ρ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι Ν Ή Σ Ν Ύ Χ Τ Α Σ ήσει. Έκοψε άλλο ένα λουλούδι, ένα μάλλον χλωμό κίτρινο. Φυσικά και θα άνοιγε τον σουγιά. Μόλις θα μάζευε και θα έβαζε στην τσάντα της εφτά ειδών λουλούδια. Όχι νωρίτερα πάντως. Το στρατόπεδο προσφύγων στη Σκόνε. Αυτή ήταν έξι χρόνων, εκείνος εφτά. Μάθαιναν σουηδικά όσο περίμεναν. Αλλά πάνω απ’ όλα κολυμπούσαν. Στη μικρή λιμνούλα. Τα παγωμένα σου- ηδικά νερά. Επειδή αυτή –παρόλο που εκείνος δεν την άκουγε– έπρεπε να μιλήσει μαζί του, έπρεπε να του δώσει να καταλάβει. Ήταν πολύ σημαντικό να καταλάβει εκείνος και οι όμοιοί του. Η νεότερη γενιά. Αργά ή γρήγορα έπρεπε να ακούσουν. Και επειδή εκείνος ήταν… ο αδελφός. Έκοψε ένα περίεργο πορτοκαλί λουλούδι με ακανόνιστα πέ- ταλα. Τέσσερα. Έπρεπε να μάθει τα ονόματά τους. Τώρα είδε το σπίτι. Ήταν χαμηλότερο από τα άλλα. Ένα περίπτερο λέσχης. Μια αίθουσα συλλόγου. Φέρετρο. Κοίταξε το ρολόι. Σύντομα θα ήταν δυόμισι. Η στιγμή του θανάτου. Τότε την πλημμύρισε το άγχος. Της φάνηκε σαν να την έπνι- γε, σαν να ανάγκαζε τη γλώσσα της να κάνει πίσω και να φρά- ξει τον λαιμό της· δεν μπορούσε να ανασάνει καθόλου. Δεν γινόταν. Γιατί όδευε προς τον θάνατό της; Γιατί; Είχε τη δυνατότητα να τον εμποδίσει. Αυτός δεν ήταν που της είχε τηλεφωνήσει ακριβώς για να πάει να τον εμποδίσει; Μήπως δεν ήταν αυτό μια προσευχή, μια παράκληση που έλεγε: Σταμάτησέ με λοιπόν, δεν μπορώ να σταματήσω εγώ τον εαυτό μου, γενιές παραδό- σεων με πιέζουν να σφίξω το μαχαίρι στο χέρι μου, δεν μπορώ να σταματήσω τον εαυτό μου. Πρέπει να το κάνεις εσύ για μένα, Νάσκα, γι’ αυτό σου τη- λεφωνώ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=