Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
7 Ό Ν Ε Ι Ρ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι Ν Ή Σ Ν Ύ Χ Τ Α Σ στιγμή και άφησε τον εαυτό της να ριγήσει, να συναρπαστεί. Μέχρι που ρίγησε. Το ρίγος την έκανε να κινηθεί. Σύντομα θα ερχόταν η φωτεινότερη νύχτα του χρόνου. Σύ- ντομα οι νύχτες θα μεγάλωναν ξανά. Και αυτό δεν το έλεγες ακόμη καλοκαίρι. Όχι σοβαρά, τουλάχιστον. Κανένας δεν μπο- ρούσε να αποκαλέσει στα σοβαρά αυτή την παγωνιά καλοκαίρι. Απλώς ήθελε να συνεχίσει τη ζωή της. Τη δική της ζωή. Αυτό ήταν όλο. Και δεν της επιτρεπόταν. Νεντίμ. Την αγκάλιασε η θλίψη. Με όλη της τη δύναμη. Αναγκάστηκε να σταματήσει. Η καρδιά της έγινε πάγος. Νεντίμ. Ο αδελφός μου. Νεντίμ και Νάσκα. Μόνον έναν χρό- νο διαφορά είχαν. Ήταν πάντα εκεί ο ένας για τον άλλο. Πάντα ο ένας στη διάθεση του άλλου. Όσο πιο κοντά γινόταν ο ένας στον άλλο. Τα μικρά αδέρφια. Πόσο ίδιοι ήμασταν. Αλλά όχι πια. Συνέχιζε την πορεία της μέσα από τη γειτονιά με τις πολυ- κατοικίες που ήταν εντελώς άδεια από κόσμο. Η ώρα ήταν δύο και είκοσι τη νύχτα, μια νύχτα φωτεινή σαν μέρα. Σαν να είχε αδειάσει ο κόσμος. Άδειος από τα πάντα εκτός από το καθαρό, το πεντακάθαρο φως. Και από την ίδια. Νεντίμ, γιατί έπρεπε να γίνει αυτό που έγινε; Γιατί να μη σταματήσεις; Αυτό που ήθελα όλο κι όλο ήταν να ζήσω. Η καταπίεση των καταπιεσμένων. Νέο όνομα, νέο τηλέφωνο, νέα διεύθυνση, νέα πόλη – τίποτε από αυτά δεν στάθηκε αρκετό. Όλοι οι κόποι που έκανες για να με βρεις. Νεντίμ, δεν θα μπορούσε να το ερμηνεύσει κάποιος αυτό ως αγάπη; Μια διαστρεβλωμένη αδελφική αγάπη; Η Στοκχόλμη έπρεπε να με είχε καταβροχθίσει, αλλά εσύ με βρήκες. Έψαχνες βελόνα στ’ άχυρα, και τη βρήκες. Αλλά αυτή
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=