Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας

A R N E D A H L 12 Τώρα θα κοιμόταν μια αιωνιότητα. Εκείνη κοίταξε τον αδελφό της. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα. Δεν άστραφτε. Το λευκό πουκάμισο ήταν κατακόκκινο. Σε μια κουμπότρυπα υπήρχε ένα μικρό μπλε-μοβ λουλούδι. Φαινόταν σαν μια υπέροχα σχηματισμένη καμπάνα. Όταν το πήρε και το έβαλε μαζί με τα άλλα στο μπουκέτο, θυμήθηκε ξαφνικά ότι ήξερε όντως πώς το έλεγαν. Τώρα τελευταία το είχε μάθει. Ακουιλέγια. Και η ακουιλέγια είναι το ίδιο πράγμα με την κολομπίνα. Εντελώς ήρεμα άνοιξε την τσάντα της και έβαλε το μπουκέ- το με τα εφτά λουλούδια δίπλα στον κλειστό ελβετικό σουγιά. Έπειτα έκλεισε την τσάντα. Έμεινε εντελώς σιωπηλή για λίγο. Ανάσανε. Και από κάποια βάθη που πίστευε ότι είχαν εξαφανιστεί προ αμνημονεύτων ετών, ξεπήδησε ένα κλάμα που ενώθηκε με το σουηδικό φως της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου κι έγιναν αντάμα θρήνος και μοιρολόι που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=