Όμορφη πορτοκαλιά μου

14 λε να διαβάσει εφημερίδα, μα δεν έβρισκε τα γυαλιά του. Δεν άφησε γωνιά που να μην ψάξει. Ρώτησε την Ντιντίνα, τίποτα. Φέρανε κι οι δυο το σπίτι άνω κάτω. Τίποτα. Τότε τους λέω εγώ ότι ξέρω πού είναι, κι αν μου δίνανε μια δεκάρα ν’ αγοράσω βόλους, θα τους τα φα- νέρωνα. Πήρε μια δεκάρα μέσ’ από την τσέπη του γιλέ- κου του. «Πάρ’ την κι άντε φέρ’ τα». Πήγα και τα ξέχω- σα μέσα από το καλάθι με τα άπλυτα. Τότε με μάλωσε. «Πάλι εσύ ήσουνα, ζιζάνιο». Μου ’δωσε μια στα πισινά και μου πήρε τη δεκάρα. Ο Τοτόκα γέλασε. – Πας εκεί πέρα για να γλιτώσεις τις φωνές στο σπίτι και σε μαλώνουνε το ίδιο. Άντε, δρόμο τώρα, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ. Εμένα ο νους μου ήτανε όλο στον θείο Εντμούντο. – Τοτόκα, τα παιδιά είναι συνταξιούχοι; – Τι; – Ο θείος Εντμούντο δεν κάνει τίποτα και παίρνει λεφτά. Δε δουλεύει και η Δημαρχία τον πληρώνει κάθε μήνα. – Ε, και; – Και τα παιδιά δεν κάνουνε τίποτα, τρώνε, κοιμού- νται, παίζουνε και τσεπώνουνε χαρτζιλίκι από τους γονείς τους. – Συνταξιούχος είναι κάτι αλλιώτικο, Ζεζέ. Συνταξιού­ χος είναι άμα έχεις δουλέψει πολύ στη ζωή σου, έχεις μαλλιά μπαμπάκι και περπατάς σαν για να μη σπάσεις

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=