Όμορφη πορτοκαλιά μου

18 να αποτελειώσω την εφημερίδα μου. Σύρε στο βάθος του κήπου να δεις αν ωρίμασε κανένα μάγκο. Ξανάβαλε τα γυαλιά στη θέση τους κι ετοιμάστηκε να διαβάσει. Εγώ δεν κουνούσα βήμα. – Αχ, τι κρίμα! Έβγαλα τον αναστεναγμό τόσο βαθιά, που ξανακα- τέβασε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του. – Μη στενοχωριέσαι, άμα έρθει η ώρα να μάθεις… – Δεν είναι γι’ αυτό. Εγώ ήρθα τρεχάλα από το σπίτι, σαν παλαβός, για να σου πω κάτι. – Άντε, λοιπόν, λέγε. –Όχι. Όχι έτσι. Πρέπει πρώτα να ξέρω πότε παίρνεις τη σύνταξή σου. – Μεθαύριο. Χαμογέλασε και με κοίταξε με αγάπη. – Και πότε είναι μεθαύριο; – Την Παρασκευή. – Τότε, δε θες να μου φέρεις την Παρασκευή από την πόλη ένα «Λαμπερό Αστέρι»; – Με το μαλακό, Ζεζέ. Τι είναι αυτό το «Λαμπερό Αστέρι»; – Ένα μικρό άσπρο αλογάκι που είδα στον κινημα- τογράφο. Το αφεντικό του είναι ο Τομ Μιξ, ο καου­ μπόης. Είναι γυμνασμένο αλογάκι. – Θέλεις να σου φέρω ένα αλογάκι με καρούλια; – Θέλω ένα με ξύλινο κεφάλι και με γκέμια. Το καβαλικεύεις και φεύγεις σαν σαΐτα. Πρέπει να προ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=