Όμορφη πορτοκαλιά μου

16 νούριο σπίτι. Στο άλλο, ο μπαμπάς χρωστάει οχτώ μη- νιάτικα. Είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις όλα τούτα τα λυπητερά πράγματα. Κι εγώ όμως πρέπει να πάω πα- παδοπαίδι, για να βοηθήσω το σπίτι. – Τοτόκα, θα κουβαλήσουμε εδώ τον μαύρο πάνθηρα και τα δυο λιοντάρια; – Και βέβαια. Ο σκλάβος μάλιστα θα κουβαλήσει το κοτέτσι. Με κοίταξε σαν να με λυπόταν, μα γεμάτος αγάπη. – Εγώ θα ξεστήσω τον ζωολογικό κήπο και θα τον ξαναστήσω εδώ. Η καρδιά μου πήγε στη θέση της. Γιατί αλλιώτικα έπρεπε να κατεβάσει κάτι άλλο το μυαλό μου για να μπορώ να παίζω με τον πιο μικρό αδερφούλη μου, τον Λουδοβίκο. – Είδες, Ζεζέ, τι καλός που είμαι. Πες μου κι εσύ τώρα πώς το κατάφερες «αυτό». – Σ’ τ’ ορκίζομαι, Τοτόκα, δεν ξέρω. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω. – Λες ψέματα. Πού τα ’μαθες. Κάποιος σου ’δειξε. – Δεν έμαθα τίποτα. Κανένας δε μου ’δειξε. Μπορεί ο διάολος –η Ζαντίρα λέει πως είναι νονός μου– να μου τα ’μαθε μέσα στον ύπνο μου. Ο Τοτόκα δεν ήξερε τι να κάνει. Στην αρχή μού ’δω- σε καρπαζιές, για να του το πω. Μα τι να του ’λεγα; – Κανένας δε μαθαίνει αυτά τα πράγματα από μονα- χός του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=