Όμηρος στο πέλαγος

ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ | 13 – Έχω χρόνια να φροντίσω για το σχολείο. Στην πρώτη γυμνασίου είμαι ακόμη... –Με απασχολεί το αν φροντίζεις την ψυχή σου, Λάμπρο. – Δεν είμαι σίγουρος ότι σας καταλαβαίνω, κυρία. – Για μένα, που σε γνωρίζω από πάντα, είναι ξεκάθαρα αυτά τα μελαγχολικά βλέμματα κι η μανία απόδρασης προς τη θάλασσα. Νιώθω, βέβαια, τη θλίψη σου, αλλά μήπως είναι ώρα να την ξεπεράσεις; Πάνε ήδη δύο χρόνια από τότε που έχασες τη μητέρα σου. Ήσουν παιδί κι έγινες έφηβος. Έχεις ζυμωθεί πια με την απώλεια της κυρα-Δέ- σποινας. Το χτύπημα ήταν αναπάντεχο, κι ας ήξερε ο Λάμπρος την ευθύτητα της Μάγδας. Το άκουσμα του ονόματος της μάνας φύσηξε σαν ξεροβόρι στην ερημιά της καρδιάς του και σήκωσε στο διάβα του σωρό τα νεκρά φθινοπωρινά φύλλα. Υγράνθηκε το βλέμμα του, παρότι σιχαινόταν να εκδηλώνεται μπροστά σε τρίτους. Πηχτό δάκρυ, βούρκος, γρήγορα γέμισε τα μπλε του μάτια, που είχαν το χρώμα της απογευματινής θάλασσας. Ντροπιασμένος βιάστηκε να τα σφουγγίσει με την ανάστροφη της παλάμης του. – Η θάλασσα είναι το χόμπι μου, τίποτα περισσότερο. – Στ’ αλήθεια το πιστεύεις αυτό; – Με τις καταδύσεις γεμίζω τον ελεύθερο χρόνο μου, αυτό είναι όλο. – Κάποτε θα αναδυθείς, Λάμπρο. Κάτι θα σε τραβήξει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=