Ομηρία

Ο Μ Η Ρ Ι Α 19 ντάδες, που πολλοί συνάδελφοί μου είχαν στη δούλεψή τους. Ανησυχούσα μήπως το να έχουμε μια ξένη στο σπίτι το νιώσω σαν εισβολή, αλλά η Κάτια περνούσε τον περισσότερο χρόνο στο δωμάτιό της, συνομιλώντας μέσω Skype με τους φίλους της στην πατρίδα. Προτιμούσε ακόμα και να τρώει μόνη, πα­ ρόλο που συνέχεια την καλούσαμε να φάει μαζί μας, ενώ πα­ ράλληλα βοηθούσε στο σπίτι, σφουγγάριζε ή τακτοποιούσε τα πλυμένα, αν και της έλεγα ότι δεν χρειαζόταν να το κάνει: «Είσαι εδώ για να βοηθάς με τη Σοφία και για να μάθεις αγ­ γλικά». «Δεν με πειράζει» απαντούσε. «Μ’ αρέσει βοηθάω». Μια μέρα επέστρεψα στο σπίτι και βρήκα κάμποσα ζευγάρια κάλτσες του Άνταμ πάνω στο κρεβάτι μας. Οι τρύπες που υπήρ­ χαν στο σημείο της φτέρνας ήταν προσεκτικά μανταρισμένες. «Πού έμαθες να το κάνεις αυτό;» Εγώ ίσα που μπορούσα να ράψω ένα κουμπί και να κοντύνω ένα στρίφωμα –κι αυτό στραβά–, αλλά το μαντάρισμα ήταν δουλειά έμπειρης νοικοκυράς, και η Κάτια δεν ήταν ούτε είκο­ σι πέντε χρονών καλά καλά. Ανασήκωσε τους ώμους. «Η μητέρα μου με μάθει». «Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς εσένα». Είχα καταφέρει να πάρω έξτρα βάρδιες στη δουλειά, ξέρο­ ντας ότι η Κάτια θα πηγαινοέφερνε τη μικρή στο σχολείο, και η Σοφία τη λάτρευε, πράγμα που δεν ήταν δεδομένο. Η Κάτια είχε την υπομονή να παίζει συνέχεια κρυφτό μαζί της, και όσο περνούσε ο καιρός η Σοφία ανακάλυπτε όλο και πιο δύσκολες κρυψώνες. «Έρχομαι σε βρω, είτε πρόλαβες να κρυφτείς είτε όχι!» φώ­ ναζε η Κάτια, προφέροντας προσεκτικά κάθε καινούργια λέξη, κι ύστερα έψαχνε την προστατευόμενή της σε όλο το σπίτι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=