Ομηρία

Ο Μ Η Ρ Ι Α 17 κι εγώ χαιρόμουν που είχα μια καλή δικαιολογία για τα καυτά δάκρυα που ένιωθα να ανεβαίνουν στα μάτια μου. «Θα δεις, ούτε που θα γυρίσει να κοιτάξει πίσω της» είπε η θεία Μο όταν παρατήρησε την έκφρασή μου καθώς φεύγαμε από το σπίτι. Δεν είναι κανονική θεία, αλλά το «κυρία Γουότ» παραείναι επίσημο για μια γειτόνισσα που μας φτιάχνει ζεστή σοκολάτα και θυμάται τα γενέθλιά μας. Χαμογέλασα βεβιασμένα. «Το ξέρω. Χαζομάρα, ε;» Χαζομάρα το να εύχομαι να ζούσε ακόμη μαζί μας ο Άνταμ. Χαζομάρα το να πιστεύω ότι εκείνη η μέρα ήταν κάτι άλλο πέρα από μια προσποίηση για χάρη της Σοφίας. Η Μο είχε γονατίσει και χαμογελούσε στη Σοφία. «Να περάσεις όμορφα σήμερα, γλυκιά μου». «Το φόρεμά μου με φαγουρίζει». Το είπε μουτρωμένη, πράγμα που η Μο δεν πρόσεξε. «Μπράβο, αγάπη μου». Η Μο έχει το ακουστικό βαρηκοΐας κλειστό για να εξοικονο­ μεί μπαταρία. Όταν πηγαίνω στο σπίτι της, στέκομαι στο παρ­ τέρι δίπλα από το παράθυρο του σαλονιού και κουνάω το χέρι μου μέχρι να με δει. «Έπρεπε να χτυπήσεις το κουδούνι!» λέει πάντα, λες και δεν το χτυπούσα επί δέκα λεπτά. «Μετά;» ρώτησα τη Σοφία εκείνη την πρώτη μέρα, καθώς περνούσαμε από το μανάβικο και ένιωθα την αγωνία της να κυλάει από τα δάχτυλά της στα δικά μου. «Αστυνομικό τμήμα!» είπε θριαμβευτικά. «Το αστυνομικό τμήμα του μπαμπά». Ο Άνταμ δεν εργάζεται στο συγκεκριμένο τμήμα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία για τη Σοφία. Κάθε περιπολικό που βλέπουμε είναι «το αμάξι του μπαμπά», κάθε ένστολος είναι «φίλος του μπαμπά».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=