Ομηρία

1 8.30 π.μ. / ΜΙΝΑ « Σ ταμάτα, θα πέσεις». Το χιόνι που έπεφτε εδώ και μία εβδομάδα είχε πατη­ θεί κι είχε γίνει πάγος, ένας καθημερινός κίνδυνος που κρυβόταν καλά κάτω από το νυχτερινό στρώμα χιονιού. Οι μπότες μου γλιστράνε συνέχεια, το στομάχι μου σφίγγεται και κάθε φορά νομίζω ότι θα πέσω. Προχωράμε αργά και εύχομαι να είχα σκε­ φτεί να κουβαλήσω τη Σοφία με το έλκηθρο. Ανοίγει διστακτικά τα μάτια, γυρίζει το κεφάλι της σαν κου­ κουβάγια, το αποστρέφει από τις βιτρίνες και κρύβει το πρό­ σωπό της στο μανίκι μου. Σφίγγω το γαντοφορεμένο χεράκι της. Απεχθάνεται τα πουλερικά που κρέμονται στη βιτρίνα του κρεο­ πωλείου: τα ιριδίζοντα πούπουλα του λαιμού τους δημιουργούν μια σκληρή αντίθεση με τα άψυχα μάτια τους. Κι εγώ τα απεχθάνομαι. Ο Άνταμ ισχυρίζεται ότι εγώ της μετέδωσα αυτήν τη φοβία, κάτι σαν το κρυολόγημα ή σαν ένα κόσμημα που της το χάρισα χωρίς να το ζητήσει. «Από πού το πήρε, τότε;» αντέτεινε στις διαμαρτυρίες μου. Άνοιξε τα χέρια του και απευθυνόμενος σε ένα αόρατο κοινό, λες και η απουσία απάντησης αποδείκνυε αυτό που έλεγε, είπε: «Όχι από μένα πάντως».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=