Ομηρία
Ο Μ Η Ρ Ι Α 31 «Γιατί να μην κοιμηθώ στο κρεβάτι μας;» είπε την πρώτη φορά. Του απάντησα χαμηλόφωνα. Όχι μόνο λόγω της Σοφίας, αλ λά επειδή δεν ήθελα κανείς μας να πληγωθεί περισσότερο. «Γιατί δεν είναι το κρεβάτι μας πια, Άνταμ». Δεν ήταν το κρεβάτι μας από τη μέρα που έφυγε η Κάτια. «Γιατί κάνεις έτσι;» «Πώς έτσι;» «Γιατί φέρεσαι τόσο ψυχρά; Σαν να είμαστε ξένοι». Έκανε έναν μορφασμό. «Σ’ αγαπώ, Μίνα». Πήγα να απαντήσω, να πω ότι δεν ένιωθα πια το ίδιο, αλλά δεν μπορούσα. Φυσικά, πήγαμε σε σύμβουλο γάμου. Για χάρη της Σοφίας, αν όχι για μας. Τα ζητήματα προσκόλλησης που αντιμετώπιζε ήταν βαθιά ριζωμένα, μια σωματική μνήμη από τους μήνες που το κλάμα της δεν συνεπαγόταν παρηγοριά. Τι θα της προκα λούσε τώρα ένας χωρισμός; Η Σοφία είχε συνηθίσει το γεγονός ότι ο Άνταμ δούλευε τα βράδια κι ότι εγώ έλειπα πολλές μέρες, γιατί πάντοτε μα πάντοτε γυρίζαμε σπίτι. Ο Άνταμ, στην καλύτερη, μιλούσε μονολεκτικά στην ψυχολό γο και της απαντούσε με μισόλογα και υπεκφυγές, όπως έκανε και σ’ εμένα. Τον Ιούλιο συμφώνησε να φύγει. «Χρειάζομαι χρόνο» του είχα πει. «Πόσο χρόνο;» Δεν ήξερα. Τον είδα να διστάζει κοιτάζοντας τις βαλίτσες, τη μια μέσα στην άλλη, σαν ορθογώνιες μπάμπουσκες. Διάλεξε τη μικρότερη. Αισιόδοξος. To Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού τού βρήκε δωμάτιο σε ένα σπίτι με τρεις νεοσύλλεκτους αστυνομι κούς, που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό και φτηνή μπίρα και δεν έπαυαν να κομπάζουν ο ένας στον άλλον για τα καινούργια τους κατορθώματα ως ένστολων.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=