Ομηρία

C L A R E M A C K I N T O S H 26 και βάζω το σκουφί και το κασκόλ στην τσάντα της. Είναι 17 Δεκεμβρίου και το σχολείο βουίζει από προσμονή. Χιονάνθρωποι από βαμβάκι χορεύουν πάνω σε λευκά χαρτόνια στερεωμένα με συρραπτικό σε πίνακες ανακοινώσεων, ενώ πολλές δασκάλες φορούν εντυπωσιακά σκουλαρίκια, με τους αστραφτερούς λο­ βούς τους να δίνουν ένα μήνυμα που θα μπορούσε να εκληφθεί είτε ως εορταστικό είτε ως σήμα κινδύνου. Τα πλακάκια στο δάπεδο είναι βρεγμένα, καθώς κομμάτια χιoνιoύ ξέμειναν στην πόρτα κι ύστερα πατήθηκαν και μεταφέρθηκαν μέχρι τις κρε­ μάστρες. Παίρνω το φαγητοδοχείο της Σοφίας και το δίνω στη δεσποι­ νίδα Τζέσοπ, ενώ εξακολουθώ να ψάχνω την τσάντα της. Η Κάτια την άδειαζε στο τέλος κάθε μέρας, καθάριζε δαχτυλιές που κολλούσαν και ανακύκλωνε διακριτικά τις λιγότερο καλές δημιουργίες. Κι εγώ όλο λέω να το κάνω, αλλά καταλήγω να κρεμάω την τσάντα στο χολ κάθε απόγευμα και να το θυμάμαι ξανά την άλλη μέρα, που πηγαίνουμε στο σχολείο. «Έτοιμοι για τα Χριστούγεννα;» Η δασκάλα της Σοφίας είναι πολύ αδύνατη, με λεία επιδερ­ μίδα, που παραπέμπει είτε σε εικοσιπεντάχρονη είτε σε καλο­ διατηρημένη τριαντάρα. Σκέφτομαι όλες τις Clarins που έχω αγοράσει στα duty free τόσα χρόνια και όλες τις κούρες ομορ­ φιάς που έχω ξεκινήσει, με τις καλύτερες των προθέσεων, για να καταλήξω ξανά στα υγρομάντιλα. Πάω στοίχημα ότι η δε­ σποινίς Τζέσοπ καθαρίζει το πρόσωπό της, βάζει τονωτική λο­ σιόν και το ενυδατώνει. «Περίπου». Ένα κομματάκι πάγου έχει κολλήσει στο δεύτερο πουλόβερ της Σοφίας, το ύφασμα γύρω του έχει βραχεί και είναι κρύο. Το τινάζω και ξαναπιάνω τη μάταιη αναζήτησή μου ανάμεσα σε κομμάτια από χάρτινες αυγοθήκες και άδεια κουτάκια χυμού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=