Ομηρία

Ο Μ Η Ρ Ι Α 25 τα προβλήματα. Η τσάντα μου –η τσάντα της Σοφίας δηλαδή– έχει αναποδογυρίσει και το περιεχόμενό της έχει χυθεί στο πε­ ζοδρόμιο. Ξαναβάζω μέσα την αλλαξιά της και πιάνω το πα­ γούρι, το οποίο όμως κατρακυλά μακριά, με το όνομα της κόρης μου, γραμμένο πάνω του, να παίζει κρυφτούλι: μια να φανερώ­ νεται και μια να χάνεται. «Δικό σου είναι αυτό;» Ο άντρας πάνω στον οποίο κουτούλησα νωρίτερα κρατάει κάτι στο χέρι του και το τείνει προς τη Σοφία. Είναι ο Κύριος Ελέφαντας, με την προβοσκίδα του ζουληγμένη και φθαρμένη ύστερα από πέντε χρόνια αγάπης. «Δώσ’ το μου!» ουρλιάζει η Σοφία, ενώ οπισθοχωρεί ένα βήμα και κρύβεται πίσω μου. «Χίλια συγγνώμη» λέω. «Μην ανησυχείτε». Ο άντρας φαίνεται ανεπηρέαστος από την αγένεια της κόρης μου. Δεν πρέπει να ζητάω συγγνώμη για λογαριασμό της, επει­ δή αντικρούει ό,τι νιώθει, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι στήρι­ ξη. Αλλά είναι δύσκολο να μη μιλάς όταν βλέπεις υψωμένα φρύδια και νιώθεις να σε κρίνουν επειδή δεν έχεις μάθει τρόπους στο παιδί σου. Παίρνω τον Κύριο Ελέφαντα και η Σοφία τον αρπάζει απ’ το χέρι μου και κρύβει το πρόσωπό της πάνω του. Ο Κύριος Ελέφαντας προέρχεται από το σπίτι όπου η Σοφία πέρασε τους πρώτους τέσσερις μήνες της ζωής της. Είναι το μοναδικό πράγμα που έχει από τότε, μολονότι κανείς δεν ξέρει αν πράγματι ήταν της Σοφίας ή αν απλώς τον πήρε μαζί της τη μέρα που μεταφέρθηκε επειγόντως σε δομή ανάδοχης φροντίδας. Όπως και να έχει, τώρα είναι αχώριστοι. Μέχρι να φτάσουμε στο σχολείο κρατάει τον Κύριο Ελέφαντα από τη μεγάλη προβοσκίδα του. Εκεί δείχνει στη δεσποινίδα Τζέσοπ τα βρεγμένα γάντια της, κι εγώ κρεμάω το παλτό της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=