Ομηρία

C L A R E M A C K I N T O S H 24 νη γλιστράει και πέφτει ανάσκελα στο έδαφος. Τα μάτια της γουρλώνουν από το σοκ, ύστερα κλείνουν και παραμένουν κλει­ στά για όσο διάστημα κάνει τους υπολογισμούς της: πόσο έχει χτυπήσει, πόσο έχει φοβηθεί, πόσο έχει ντραπεί. Διακόπτω τις σκέψεις της, αφήνω κάτω την τσάντα μου και, προσπαθώντας να τη σηκώσω από το πεζοδρόμιο, πέφτω κατά λάθος πάνω σε έναν άντρα που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. «Οπαλάκια» λέω με σοβαρό τόνο. Η Σοφία με κοιτάζει, το κάτω χείλος της τρέμει από θυμό, τα σκούρα μάτια της εξερευνούν τα δικά μου προκειμένου να καταλάβει πόσο άσχημη ήταν η πτώση της. Χαμογελάω, για να της δείξω ότι δεν ήταν τίποτα, και γέρνω πίσω το κεφάλι μου για να δω τις φιγούρες που σχηματίζουν τα σύννεφα στον ουρανό. «Βλέπεις το σκυλάκι; Στέκεται όρθιο. Βλέπεις το κεφάλι του; Να, εκεί! Και την ουρά;» Δεν θα κλάψει. Ποτέ δεν κλαίει. Θυμώνει, βγάζει ακατάλη­ πτες κραυγές που σημαίνουν ότι εγώ φταίω, πάντα εγώ φταίω. Ή τρέχει στον δρόμο για να αποδείξει κάτι που μόνο εκείνη καταλαβαίνει. Ότι την αγαπώ; Ότι δεν την αγαπώ; Ακολουθεί το βλέμμα μου. Ένα αεροπλάνο σκίζει τον ουρα­ νό, περνώντας ανάμεσα από σύννεφα που έμοιαζαν αρκετά συμπαγή για να το εμποδίσουν. «747» λέει η Σοφία. Ξεφυσάω. Τα κατάφερα, την έκανα να ξεχαστεί. «Όχι, Α380. Είναι ίσιο μπροστά, βλέπεις;» Την καθίζω προ­ σεκτικά και μου δείχνει τα γάντια της που μούσκεψαν από το χιόνι. «Καημενούλα. Κοίτα, να η εκκλησία. Μετά;» «Μετά το σχολείο». «Άρα σχεδόν φτάσαμε». Χαμογελάω και πίσω από το χαμόγελό μου κρύβω όλα μας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=