Ομηρία

C L A R E M A C K I N T O S H 22 της για το αεροδρόμιο– και, επιτέλους, το βλέμμα της συνάντη­ σε το δικό μου. «Εσύ καλή γυναίκα. Δεν αξίζεις τέτοιες μαλακίες». Ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου, μια μικροσκοπική ρωγμή στην άκρη μιας παγωμένης λίμνης. Ήθελα να κάνω ένα βήμα πίσω, να αφήσω τον πάγο άθικτο, αλλά ήταν πολύ αργά. Κρακ . Όταν έφυγε, στράφηκα στον Άνταμ. «Λοιπόν;» «Τι λοιπόν;» Ήταν απότομος, λες και η ερώτησή μου, λες και η ίδια μου η παρουσία τον εκνεύριζε. Λες και έφταιγα εγώ. Εστίασα τη σκέψη μου στο βλέμμα που είχα δει να ανταλ­ λάσσουν. Στα κόκκινα μάτια της Κάτιας και στην έμμεση προ­ ειδοποίηση: Δεν αξίζεις τέτοιες μαλακίες . «Δεν είμαι χαζή, Άνταμ. Τι συμβαίνει;» «Τι συμβαίνει με ποιο πράγμα;» Ξανά ένα ανεπαίσθητο «τσκ» πριν μιλήσει, λες και το μυαλό του ήταν απασχολημένο με άλλα, πιο σημαντικά ζητήματα, και εγώ τον τραβούσα με το ζόρι ξανά στην ασημαντότητα. « Με την Κάτια» . Μίλησα όπως μιλούν κάποιοι όταν απευθύνονται σε ξένους. Αισθανόμουν σαν να είχα μπει στη ζωή κάποιου άλλου. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε χρειαστεί να κάνω μια τέτοια συζήτηση, ούτε που είχα φανταστεί ότι μια μέρα θα την έκανα κι εγώ. Καθώς γύρισε από την άλλη για να καταπιαστεί με κάτι ανούσιο, είδα τον σβέρκο του κατακόκκινο από ενοχή. Η αλήθεια έλαμψε στο μυαλό μου όπως οι λύσεις στα σταυρόλεξα, που σου ’ρχονται ξαφνικά μέρες μετά αφότου έχεις πετάξει την εφημε­ ρίδα, και ψέλλισα τις λέξεις που δεν ήθελα να πω. «Κοιμήθηκες μαζί της».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=