Ομηρία
Ο Μ Η Ρ Ι Α 21 με ρούχα που ήταν ακόμη υγρά από το στεγνωτήριο. Είχε να κάνει με τον φίλο της; Δεν με κοίταζε καν. Μήπως είχα κάνει κάτι εγώ; «Φεύγω τώρα» ήταν το μόνο που είπε. «Σε παρακαλώ, Κάτια, ό,τι κι αν είναι, ας το συζητήσουμε». Δίστασε τότε και την είδα να κοιτάζει τον Άνταμ. Το βλέμμα της ήταν θυμωμένο και πληγωμένο. Ακριβώς τη στιγμή που γύρισα προς το μέρος του, τον είδα να γνέφει δίνοντάς της μια σιωπηρή οδηγία. «Τι συμβαίνει;» Κοίταζα μία τον έναν και μία τον άλλον. Κάποτε ο Άνταμ αστειευόταν ότι, σε περίπτωση που εγώ και η Κάτια είχαμε κάποια διαφωνία, θα αναγκαζόταν να πάρει το μέρος της νεαρής γυναίκας. «Δεν μπορείς να βρεις εύκολα καλή εσωτερική» είπε. «Πολύ αστείο». «Κι εσύ το ίδιο θα έκανες, παραδέξου το». Του είχα κάνει μια γκριμάτσα. «Ναι, με τσάκωσες». «Λοιπόν;» είπα. Είχαν τσακωθεί –αυτό ήταν σαφές–, αλλά για ποιον λόγο; Το μόνο κοινό που είχαν ήταν η Σοφία, άντε και οι αστυνομικές σειρές που ο Άνταμ λάτρευε κι εγώ σιχαινόμουν, και οι οποίες ήταν το μόνο πράγμα που δελέαζε την Κάτια να βγει από το δωμάτιό της τα σαββατόβραδα. Εγώ, αν δεν ήμουν στη δουλειά, πήγαινα για τζόκινγκ και επέστρεφα έχοντας τρέξει δέκα χι λιόμετρα, οπότε μόλις που προλάβαινα τους ζοφερούς τίτλους τέλους, καθώς και το τέλος της μεταξύ τους συζήτησης για το επεισόδιο. Αλλά κανείς δεν τσακωνόταν για αστυνομικές σειρές. «Ρώτα αυτόν» είπε απότομα η Κάτια, και ήταν η μόνη φορά που την έβλεπα κατηφή. Μια κόρνα ακούστηκε απέξω –το ταξί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=