Ολομόναχος

12 ΝΊΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ το βλέπω. Μου θύμιζε αυτό που με τόσο βίαιο τρόπο είχα μόλις αφήσει πίσω μου. Εφοδιάστηκα αμέσως με γυαλόχαρτο και το έτριβα επί δύο μέρες, μέχρι που τα ίχνη του πρότερου βίου του σβήστηκαν διά παντός. Ένα κρεβάτι κι ένα τραπέζι είναι τα μόνα αντικεί- μενα μέσα στα εκατό τετραγωνικά που στεγάζουν την καινούργια ζωή μου. Υπό κανονικές συνθήκες θα ήμουν ευτυχής. Λατρεύω την άπλα, την άνεση χώρου – και την είχα στερηθεί για πολύ καιρό. Στη συγκε- κριμένη περίπτωση απλώς μου θυμίζουν πως είμαι εξόριστος. Πως μου έκαναν έξωση, κατάσχοντας με αυθαίρετο και αναίσχυντο τρόπο ό,τι είχα και δεν εί- χα. Μου θυμίζουν –λες και υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσω– πως είμαι, ξαφνικά, ολομόναχος. Το πρόσωπο που αντικρίζω στον καθρέφτη του μπάνιου είναι ενοχλητικά οικείο. Δεν είναι όμως το δικό μου. Οι βαθιές χαρακιές στο δέρμα, ναι, αυτές εί- ναι από τον ύπνο. Το βλέμμα είναι το βλέμμα μου, το αναγνωρίζω, αλλά ανήκει σε ένα πρόσωπο που έρχε- ται από πολύ μακριά, από το βάθος του χρόνου. Πάνε κιόλας δέκα χρόνια που πέθανε ο πατέρας. Πέθανε, αλλά δεν έφυγε. Αναγνωρίζω τις ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια και γύρω απ’ το στόμα, ιδίως όταν σφίγγω τα χείλια για να του δείξω την έκπληξή μου. Κάνει αμέ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=