Όλα τα μέρη όπου έκλαψα μπροστά σε άλλους

O Λ Α Τ Α Μ Ε Ρ Η Ο Π Ο Υ Ε Κ Λ Α Ψ Α Μ Π Ρ Ο Σ Τ Α Σ Ε Α Λ Λ Ο Υ Σ 13 Μου χάρισε εκείνο το χαμόγελο. Εκείνο που με παρακαλού­ σε να μην την κάνω να νιώθει ενοχές για όλα αυτά. «Όλοι θα γνωρίζουν τουλάχιστον κάποιον, ενώ εγώ δεν θα ξέρω κυριολεκτικά κανέναν». «Θα γνωρίσεις κάποιον, μέχρι το τέλος της ημέρας». Δεν τελείωσα τα δημητριακά μου, οπότε έπρεπε να ψαρέψω τον πολτό του πορτοκαλιού με τα δάχτυλα πριν ρίξω το γάλα που είχε περισσέψει στον νεροχύτη. «Το ελπίζω» είπα, προτού επιστρέψω στο υπνοδωμάτιο, που ακόμη δεν έμοιαζε ούτε κα­ τά διάνοια με το δικό μου. Δεν είχα τελειώσει το ξεπακετάρι­ σμα, πράγμα που δεν βοηθούσε. Τα κουτιά της ζωής μου ήταν ακόμη στοιβαγμένα στον χώρο, περιμένοντάς με να παραδε­ χτώ ότι αυτή ήταν πλέον η ζωή μου και να τα ανοίξω κανονικά. Είχα βγάλει μόνο τα ρούχα μου, το πικάπ και τα βινύλιά μου, και, το πιο σημαντικό, την κιθάρα μου. Δεν είχα χρόνο να παίξω κιθάρα, αλλά τη σήκωσα έτσι και αλλιώς, περνώντας τον ιμάντα στον ώμο μου, και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου. Έπαιξα μια συγχορδία, νιώθοντας αμέσως πιο χαλαρή. Τραγούδησα σιγανά. «Έλα, Αμελί, αλλιώς θα αργήσουμε» φώναξε η μαμά στον διάδρομο. Ακόμη δεν μπορούσα να συνηθίσω ότι δεν είχαμε σκάλες. Άφησα απρόθυμα την κιθάρα μου. «Έρχομαι». Μπήκα στη θέση του συνοδηγού, το αμάξι έβραζε και ήταν σαν να χωνόμουν σε μια άβολη αγκαλιά. Τα πόδια μου ίδρωναν. Το καλοκαίρι συνεχιζόταν απρόθυμα, προφανώς δεν το ειδοποίη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=