Όλα όσα θα σου πω αύριο

Ο Λ Α Ο Σ Α Θ Α Σ Ο Υ Π Ω Α Υ Ρ Ι Ο 19 νέβη, ποια είμαι, ποιος είναι αυτός ο τύπος, τι θα κάνω και πώς θα σηκωθώ αύριο το πρωί γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν θέλει πια να ζει μαζί μου. Ούτε να με φιλήσει φεύγοντας. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δεν ξέρω πόσος χρόνος έχει περάσει από τη στιγμή που έφυγε, μέχρι που αφήνω ένα πεντάευρο στο τραπέζι και σηκώνομαι, χωρίς να με νοιάζει αν φτάνει ή όχι γι’ αυτά που πήραμε. Ο άνεμος στους δρόμους παρασέρνει στο πέρασμά του χαρτιά μαζεμένα στις γωνίες, αποτσίγαρα και τούφες από τη γούνα των σκυλιών που περνούν από εκεί. Σιχαίνομαι τα καφέ της οδού Φουενκαράλ, τα θλιβερά υποκαταστή- ματα αλυσίδων με τις λάμπες αλογόνου στην οροφή, όμως είχαμε κανονίσει να βρεθούμε σε ένα από αυτά – ήταν το πιο κοντινό σημείο στη δουλειά και των δυο μας. Χαίρομαι που δεν έγινε σε κάποιο από τα αγαπημένα μου καφέ, για- τί δεν θα άντεχα να ξαναπάω. Ή στο σπίτι. Φαντάσου να μην μπορείς να γυρίσεις στο ίδιο σου το σπίτι. Βέβαια δεν νομίζω ότι μπορώ να γυρίσω σε κανένα μέρος. Νομίζω ότι πεθαίνω. Περπατάω αγκαλιάζοντας τον εαυτό μου και προσπερ- νάω από μακριά την είσοδο του μετρό. Προχωράω διστα- κτικά. Γνωρίζω ενστικτωδώς προς τα πού πρέπει να πάω για να γυρίσω στο σπίτι. Στο σπίτι μου. Σε ένα σπίτι που πια δεν είναι κανένας άλλος. Κι απόψε, τι θα κάνω με τα πράγ- ματά του; Με τη δική του πλευρά στην ντουλάπα, την πά- ντοτε τακτοποιημένη; Με τα σεντόνια, που ακόμη έχουν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=