Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας

15 είπε ο παππούς του χωρίς να τον πείθει. «Να σε τρομάζει για να διασκεδάσει. Για να μπει στο κεφάλι σου». «Είναι ήδη μέσα στο κεφάλι μου, παππού. Πρέπει να βρω πώς να χρησιμοποιώ τη μαγεία μου. Τώρα ». Ο ηλικιωμένος κοίταξε συνοφρυωμένος το σάντουίτς του. «Δεν ήταν έτσι για μένα… Δε χρειαζόμουν ιδιαίτερη συγκέντρωση, είναι η αλήθεια…» Διέτρεξε με το βλέμμα τα κεριά που καταλάμβαναν τα ράφια γύρω τους – η μα- γεία του Θυελλοφύλακα, χρόνια και χρόνια μαγείας, επε- ξεργασμένη και συσκευασμένη. Η ίδια μαγεία που τώρα κυλούσε στις φλέβες του Φιον. «Θα μπορούσες να προ- σπαθήσεις ν’ ανάψεις κάποιο…» Η φωνή του έσβησε, βλέποντας την έκφραση του εγγονού του. «Την τελευταία φορά που χρησιμοποίησα τη μαγεία ενός κεριού, έκανα εμετό και λιποθύμησα» του θύμισε ο Φιον. «Είμαι ήδη γεμάτος μαγεία. Απλώς δεν έχω ιδέα πώς να τη βγάλω από…» Την προσοχή του τράβηξε μια βιβλιοθήκη πάνωαπ’ τον ώμο του παππού του – εκείνη που περιεργαζόταν το προη- γούμενοβράδυ, μετρώντας ατελείωτα τις σειρές των κεριών, όνομα το όνομα, φιτίλι το φιτίλι, μέχρι που βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο. Κάθε νύχτα τα μελετούσε ακούραστα, σαν στρατηγός που επιθεωρούσε το οπλοστάσιό του, ενώ το δικό του όπλο κλοτσούσε κι έφτυνε στα χέρια του. Αλλά τώρα κάτι δεν πήγαινε καλά στα ράφια. Στη μέση της βιβλιοθήκης, όπου το συνηθισμένο συ- νονθύλευμα από χιονοθύελλες και καταιγίδες πάλευαν να βρουν χώρο ανάμεσα σε ηλιοβασιλέματα και ανατολές,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=