Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας
14 «Όχι, ευχαριστώ». ΟΦιον κοίταξε τη μικρή φλόγα στο πρέκι του τζακιού. Η μαγεία μέσα του φούντωσε σε ανα- γνώριση. Άπλωσε το χέρι πάνω απ’ το γυαλί, διατάζοντας τη φλόγα να χορέψει για χάρη του. Έλα… έλα… Ο Φιον ήταν ο Θυελλοφύλακας, αυτός που τον είχε διαλέξει το νησί για να χειρίζεται τα στοιχεία της φύσης στο όνομα του Ντάγκντα για όσο το μυαλό του και το σώμα του θα άντεχαν να το κάνουν. Αυτός που θα διέταζε τη γη, τον άνεμο, τον αέρα και τη φωτιά με μία του σκέψη. Υποτίθεται ότι θα ήταν εύκολο. Υποτίθεται ότι θα ήταν αβίαστο. Έσφιξε το σαγόνι, κουνώντας τα δάχτυλα όπως του είχε δείξει ο παππούς του. Έλα λοιπόν. Η φλόγα τον αγνόησε. Το πρόσωπό του άρχισε να μουδιάζει. Φούντωσε, τη διέταξε. Χόρεψε. Η μαγεία του αναπήδησε στο στήθος του και κόντεψε να τον σωριάσει κάτω. Ο Φιον έριξε το χέρι στο πλευρό του με έναν αναστε- ναγμό. Η όρασή του καθάρισε ξανά και βρήκε τον παππού να στέκεται δίπλα του στο καθιστικό. «Θα σου έρθει, παλι- κάρι μου». «Έχουν περάσει πέντε μήνες ». «Ίσως χρειάζεται κι άλλος ένας». «Δεν έχουμε άλλον έναν!» «Απ’ όσο ξέρουμε, η Μόριγκαν μπορεί να μπλοφάρει»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=