Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας

13 μαγικό παρασκεύασμα φτιαγμένο από αίμα και θάλασ- σα, που έκαιγε μέρα και νύχτα, οδεύοντας προς το τέλος. Χρόνος . Ο παππούς του είχε δανειστεί πάρα πολύ από δαύτον. Ηυπενθύμιση έκανε το στομάχι τουΦιον ν’ ανακατεύε­ ται. Τελευταία ένιωθε πως όλα ήταν εκτός ελέγχου. Καθώς οι νύχτες περνούσαν και τις μέρες η Μόριγκαν πλησίαζε ολοένα, έβλεπε τον εαυτό του σαν ελεγκτή ενός τρένου που είχε βγει απ’ την πορεία του. Ένιωθε τη σκοτεινιά να γλιστράει στις παρυφές, την αντίστροφη μέτρηση της μά- γισσας να μετράει τον χρόνο στον ρυθμό των σφυγμών του. Κάτι θα συνέβαινε. Σύντομα. Θα ξυπνήσει όταν επιστρέψει το αγόρι , του είχε πει κάποτε ο Ιβάν χαιρέκακα. Θα επιστρέψει όταν ο Θυελλοφύλακας μα- τώσει για κείνη. ΟΦιον δεν είχε ματώσει για τηΜόριγκαν από τη μέρα που εκείνη είχε ξυπνήσει, αλλά ούτε είχε καταφέρει να την κοιμίσει ξανά. Η κατάδυσή του στη Θαλασσινή Σπη- λιά το καλοκαίρι τον στοίχειωνε ακόμη. Είχε φτάσει τόσο κοντά στο να χάσει την αδερφή του κι ύστερα να πνιγεί ολομόναχος σ’ εκείνη την ατέλειωτη σκοτεινιά, με τηΜό- ριγκαν να γελά στο αυτί του. Η ανάμνηση ήταν επώδυνη και πολύ συχνά, όταν τον παρέσερναν οι σκέψεις του, τον τρυπούσε στα πλευρά σαν αγκάθι. «Σάντουιτς;» ρώτησε ο παππούς του απ’ την κουζίνα. «Θα μοιραστώ μαζί σου το ζαμπόν, αλλά η υπόλοιπη μου- στάρδα είναι όλη δική μου, έχω να σου πω. Είναι ολικής άλεσης. Και γαλλική. Πολύ ακγιβή ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=