Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας
12 στα περβάζια των παραθύρων και μερικές φορές τις νύ- χτες, όταν ο Φιον ξυπνούσε ασθμαίνοντας, μπορούσε να δει την ανάσα του να αχνίζει μέσα στο σκοτάδι. «Γιατί δεν πας να ξαπλώσεις στο δωμάτιό μου, παλι- κάρι μου;» πρότεινε ο παππούς. «Είναι πολύ ήρεμα και γαλήνια εκεί. Κι έχει κι ένα ωραίο καλοριφεράκι, που θα σου ζεστάνει το μεδούλι». «Τώρα ξύπνησα» απάντησε ο Φιον και τεντώθηκε. Γύ- ρισε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, μέχρι που έτριξε ο σβέρκος του. Από το καλοκαίρι κι έπειτα, είχε παραχω- ρήσει στη μητέρα του το κρεβάτι του και εκείνος κοιμόταν σε έναν καναπέ δανεισμένο απ’ τον Ντόναλ, που έμοιαζε σαν να είχε κατασχεθεί από κάποιο στοιχειωμένο σπίτι και μύριζε απελπιστικά. Έτριζε απαίσια τις νύχτες και έκανε το καθιστικό να φαίνεται ακόμα μικρότερο απ’ ό,τι ήταν, αλλά ο Φιον ήξερε πως δεν είχε καμία σημασία πού θα κοιμόταν – ηΜόριγκαν θα τον έβρισκε ούτως ή άλλως. Σηκώθηκε όρθιος. «Τι ώρα είναι;» «Ώρα;» Ο παππούς επέστρεφε στην κουζίνα. «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν ακολουθώ αυθαίρετες έννοιες όπως αυτή του χρόνου». Χρόνος . Ο Φιον πλησίασε το κερί που τρεμόπαιζε πάνω απ’ το τζάκι, το μοναδικό αναμμένο σε ένα δωμάτιο γεμάτο κεριά. Η στήλη είχε χαμηλώσει – ήταν λιγότερο κερί πια και περισσότερο μια ανοιχτογάλαζη μάζα. Φυσικά, δεν ήταν ποτέ απλώς ένα κερί. Ήταν η ίδια η ουσία του παπ- πού του, όλες του οι αναμνήσεις συγκεντρωμένες σε ένα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=