Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας

10 Φιον, απλώνοντας δάχτυλαπου χώνονταν στησκοτεινιά του μυαλού του. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ… Οι λέξεις επιταχύνθη- καν, ο τόνος της φωνής ανέβηκε, μέχρι που δεν ήταν πια γέλιο αλλά κραυγή. ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ . Φύγε μακριά μου! προσπάθησε να φωνάξει ο Φιον, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στο λαρύγγι του. Το σώμα του στριφογύριζε μανιασμένα, τα χέρια του τινάζονταν δεξιά κι αριστερά, καθώς προσπαθούσε να βγει απ’ τον εφιάλτη. Ο καναπές έτριζε από κάτω του, τα σκουριασμένα ελατήρια αντιδρούσαν στην πίεση. Βοήθεια! Θα μου βγάλει τα μάτια! Σας παρακαλώ… Ακούστηκε ένα δυνατό σπλατ . Ο Φιον ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα, καθώς κάτι κρύο και γλοιώδες γλιστρούσε στη μύτη του. Το μύρισε. Ήταν…; «Ζαμπόν» είπε μια γνώριμη φωνή. Ο Φιον απομάκρυνε τη φέτα απ’ το πρόσωπό του. Ο παππούς έσκυβε από πάνω του και τα γαλανά του μάτια λαμπύριζαν στο φως της αυγής. «Πολύ φοβάμαι πως πάλι έκανες σαν τον σίφουνα». Στο ένα χέρι κρατού- σε ένα ανοιχτό πακέτο ζαμπόν και στο άλλο ένα μεγάλο κομμάτι πορτοκαλί τυρί. «Το ζαμπόν μού φάνηκε πιο ανθρωπιστική λύση». Ο Φιον έδιωξε τα ιδρωμένα του μαλλιά απ’ τα μάτια του. Μια γνώριμη αίσθηση θερμότητας έσφιγγε το στήθος του σαν γροθιά, με δάχτυλα που τρίβονταν στα πλευρά του. Η μαγεία του Θυελλοφύλακα είχε ξυπνήσει, το ίδιο κι αυτός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=