Οι χαμένοι πολεμιστές της παλίρροιας

17 ρανό. Μπορούσε να δει το συνηθισμένο πια σμήνος από κοράκια να περιπολούν το ακρωτήρι, διώχνοντας τους γλάρους πίσω στη θάλασσα. Ο παγερός αέρας σφύριζε στ’ αυτιά του κι έπνιγε τις μακρινές κραυγές τους. Καθά- ριζε το μονοπάτι απ’ τις πετρούλες και έκανε τα λουλούδια να γέρνουν σεβάσμια το κεφάλι, καθώς ο Φιον κατέβαινε προς την ακτή. Το πρώτο που είδε ήταν η ρουφήχτρα. Εκεί, μπροστά στα μάτια οποιουδήποτε ήθελε να κοιτάξει, βρισκόταν η μαγεία του Θυελλοφύλακα, να χορεύει κατά μήκος της ακτής. Το νερό στριφογύριζε σε δίνες, αφρός πεταγόταν στις άκρες σαν κρέμα από το μπολ του μίξερ. Κι όσο κοιτούσε ο Φιον τόσο μεγάλωνε η ρουφήχτρα. Δρασκέλισε το τειχάκι και προχώρησε στην αμμουδιά. «Έι!» φώναξε. «Σταμάτα!» Στην άκρη της ακτής, η αδερφή του γύρισε να τον κοι- τάξει. Είχε το ένα χέρι προτεταμένο πάνω απ’ τη ρουφή- χτρα και το άλλο κλειστό γύρω από ένα τιρκουάζ κερί που έκαιγε ανάποδα, καταναλώνοντας το υλικό του από μέσα. «Γεια σου, άχρηστε» του είπε χαμογελώντας πλατιά. «Τι κάνεις εδώ πέρα;» Ο Φιον την πλησίασε βιαστικά. «Σου ’χω πει εκατό φορές, δεν πρέπει να χαραμίζουμε τα κεριά!» « Εξασκούμαι » του αποκρίθηκε εκείνη και του γύρισε πάλι την πλάτη. Η αλογοουρά της τινάχτηκε πάνω από τον σβέρκο της, ενώ ο άνεμος έκανε τις άκρες του παλτού της να τινάζονται. «Ο παππούς με άφησε να το πάρω, οπότε χαλάρωσε λίγο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=