Οι χαμένες μας καρδιές

Ο Ι Χ Α Μ Ε Ν Ε Σ Μ Α Σ Κ Α Ρ Δ Ι Ε Σ 15 πώς είσαι σήμερα; και δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυ- τό που διέκρινε στη φωνή της ήταν αλαζονεία ή λύπηση. Είναι δώδεκα χρονών πια. Είναι ο Νόα τρία χρόνια τώρα, αλλά το Νόα του μοιάζει με αυτές τις μάσκες του Χάλο- γουιν, τόσο λαστιχένιες και άβολες που δεν ξέρει πώς να τις φορέσει. Και τώρα, από το πουθενά: ένα γράμμα από τη μητέρα του. Ο γραφικός χαρακτήρας μοιάζει με τον δικό της – και κανείς άλλος δεν θα τον έλεγε έτσι. Μπερντ. Τόσα χρόνια μετά, ξεχνάει τη φωνή της μερικές φορές· όταν προσπαθεί να τη φέρει στη μνήμη του, ξεγλιστράει σαν σκιά που δια­ λύεται στο σκοτάδι. Ανοίγει τον φάκελο με τρεμάμενα χέρια. Τρία χρόνια δίχως λέξη, αλλά επιτέλους, θα καταλάβει. Γιατί έφυγε. Πού ήταν. Αλλά μέσα: τίποτα, μόνο μια ζωγραφιά. Μια ολόκληρη κόλλα χαρτί γεμάτη απ’ άκρη σ’ άκρη με ζωγραφισμένες φιγούρες στο μέγεθος ενός κέρματος: γάτες. Γάτες μεγά- λες, γάτες μικρές, τρίχρωμες ή με ρίγες ή λευκό στέρνο, που κάθονται κομψές, γλείφουν τα πατουσάκια τους, χου- ζουρεύουν σε λιμνούλες φωτός. Απλά σκιτσάκια, σαν αυ- τά που ζωγράφιζε η μητέρα του στο τσαντάκι του κολα- τσιού του πολλά χρόνια πριν, σαν αυτά που ζωγραφίζει καμιά φορά κι ο ίδιος τώρα στα σχολικά του τετράδια. Μόνο κάτι καμπύλες γραμμές, καταλαβαίνεις όμως ότι είναι γάτες. Ζωντανές. Αυτό ήταν όλο – κανένα μήνυμα, ούτε μία λέξη, μόνο η μια γάτα μετά την άλλη, μουτζούρες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=