Οι χαμένες μας καρδιές

Ο Ι Χ Α Μ Ε Ν Ε Σ Μ Α Σ Κ Α Ρ Δ Ι Ε Σ 21 Όταν επιτέλους μπαίνει ο πατέρας του στο διαμέρισμα, ο Μπερντ κάθεται στο τραπέζι με τα σχολικά του βιβλία. Οποιαδήποτε άλλη μέρα, θα πεταγόταν από την καρέκλα, θα τον έπαιρνε αγκαλιά με το ένα χέρι. Σήμερα, σκέφτεται ακόμη το γράμμα, κι έτσι σκύβει πάνω από τις ασκήσεις του και αποφεύγει το βλέμμα του πατέρα του. Πάλι χάλασε το ασανσέρ, λέει ο πατέρας του. Μένουν στον τελευταίο όροφο σε μία από τις εστίες, δέκα σκάλες ανέβασμα με τα πόδια. Καινούργιο κτίριο, αλλά το πανεπιστήμιο είναι τόσο παλιό που ακόμα και τα καινούργια κτίρια είναι ήδη απαρχαιωμένα. Εμείς ήμασταν εδώ προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες γί- νουν καλά καλά χώρα, λέει συχνά ο πατέρας του. Λέει εμείς λες και είναι ακόμη καθηγητής του πανεπιστημίου, αν και αυτό έχει πάψει να ισχύει εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα δουλεύει στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, κρατάει αρ- χείο, βάζει τα βιβλία στα ράφια, και το διαμέρισμα του το ’δωσαν με τη θέση. Ο Μπερντ καταλαβαίνει ότι αυτό είναι προνόμιο, ότι ο μισθός του πατέρα του είναι μικρός και τα λεφτά λίγα, αλλά δεν πιστεύει πως είναι και τόσο σπουδαίο πλεονέκτημα. Παλιά είχαν ένα ολόκληρο σπίτι με αυλή και κήπο. Τώρα έχουν έναν μικροσκοπικό κοιτώνα με δύο δω- μάτια: ένα υπνοδωμάτιο που μοιράζεται με τον πατέρα του, ένα σαλόνι με μια μικρή κουζίνα στη μία πλευρά. Ένα φουρνάκι με δύο μάτια· ένα ψυγειάκι τόσο μικρό, που δεν χωράει ένα όρθιο μπουκάλι γάλα. Από κάτω τους, φοιτητές έρχονται και φεύγουν· κάθε χρόνο έχουν νέους γείτονες, κι όταν επιτέλους αρχίζουν να αναγνωρίζουν μερικά πρό-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=