Οι χαμένες μας καρδιές

Ο Ι Χ Α Μ Ε Ν Ε Σ Μ Α Σ Κ Α Ρ Δ Ι Ε Σ 19 Το κλειδί του πατέρα του γρατζουνάει την κλειδαρότρυ- πα, μέχρι που καταφέρνει να γυρίσει τη μαγκωμένη κλει- δαριά. Ο Μπερντ τρέχει στο υπνοδωμάτιο, σηκώνει τις κου- βέρτες και χώνει το γράμμα μες στη μαξιλαροθήκη. Δεν θυμάται πολλά από τη μητέρα του, αλλά αυτό το θυμάται: είχε πάντοτε ένα σχέδιο. Δεν θα είχε μπει στον κόπο να βρει τη νέα τους διεύθυνση, ούτε θα είχε πάρει το ρίσκο να του γράψει, αν δεν υπήρχε λόγος. Επομένως, αυτό το γράμμα κάτι πρέπει να σημαίνει. Αυτό λέει στον εαυτό του, ξανά και ξανά. Εκείνη τους είχε παρατήσει, μόνο αυτό έλεγε ο πατέρας του. Και τότε, πέφτοντας στα γόνατα, για να κοιτάξει τον Μπερντ στα μάτια: Αυτό είναι το καλύτερο. Ξέχασέ την. Εγώ δεν πάω πουθενά, μόνο αυτό να θυμάσαι. Παλιότερα, ο Μπερντ δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είχε κάνει η μητέρα του. Ήξερε μόνο ότι για βδομάδες ολόκλη- ρες άκουγε τις πνιχτές φωνές των γονιών του στην κουζίνα, αρκετή ώρα αφότου θα ’πρεπε να ’χει πέσει για ύπνο. Συ- νήθως ήταν ένα κατευναστικό μουρμουρητό, που τον να- νούριζε αμέσως, ένα σημάδι ότι όλα πήγαιναν καλά. Αλλά τον τελευταίο καιρό έμοιαζε περισσότερο με μάχη: πρώτα η φωνή του πατέρα του, μετά της μητέρας του, που όλο φούντωνε, ανένδοτη. Από τότε είχε καταλάβει ότι ήταν καλύτερο να μην κάνει πολλές ερωτήσεις. Έγνεφε απλώς κι άφηνε τον πατέρα του, ζεστό και σταθερό, να τον πάρει στην αγκαλιά του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=