Οι χαμένες μας καρδιές

C E L E S T E N G 18 εξαφανίστηκε – και τώρα, στην έκτη δημοτικού, ο Μπερντ είναι πάλι ολομόναχος. Είναι λίγο μετά τις πέντε: ο πατέρας του θα γυρίσει σπίτι σύντομα, κι αν δει το γράμμα θα αναγκάσει τον Μπερντ να το κάψει. Δεν έχουν τίποτα από τα πράγματα της μη- τέρας του, ούτε καν τα ρούχα της. Αφότου έφυγε, ο πα- τέρας του έκαψε τα βιβλία της στο τζάκι, έκανε κομμάτια το κινητό που είχε αφήσει και στοίβαξε τα υπόλοιπα πράγ- ματά της στο πεζοδρόμιο. Ξέχασέ την, του είχε πει. Το πρωί, κάποιοι άνθρωποι που τα έβγαζαν δύσκολα πέρα τα είχαν σηκώσει όλα. Μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν μετακόμισαν στο διαμέρισμά τους στις εστίες, άφησαν μέχρι και το κρεβάτι που κοιμόντουσαν οι γονείς του. Τώ- ρα ο πατέρας του κοιμάται στην κουκέτα, κάτω από τον Μπερντ. Καλό θα ήταν να κάψει μόνος του το γράμμα. Δεν είναι ασφαλές να υπάρχει οτιδήποτε δικό της τριγύρω. Και δεν είναι μόνο αυτό: όταν βλέπει το όνομά του, το παλιό του όνομα, στον φάκελο, μια πόρτα μισανοίγει μέσα του κι ένα αεράκι φυσάει στην ψυχή του. Μερικές φορές, όταν βλέπει φιγούρες να κοιμούνται κουλουριασμένες στην άκρη του δρόμου, τις παρατηρεί προσεχτικά, ψάχνοντας κάτι γνώ- ριμο. Μερικές φορές το βρίσκει –ένα πουά κασκόλ, μια κόκκινη φλοράλ μπλούζα, ένα μάλλινο καπέλο που ’χει γλιστρήσει χαμηλά στα φρύδια– και για μια στιγμή, πι- στεύει ότι είναι εκείνη. Του είναι πιο εύκολο να σκέφτεται ότι έχει φύγει για πάντα, ότι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=