Οι χαμένες μας καρδιές

C E L E S T E N G 16 από μελάνι. Κάτι τον τσιγκλάει στο πίσω μέρος του μυαλού του, αλλά δεν είναι σίγουρος τι. Γυρνάει τη σελίδα από την άλλη, ψάχνει για στοιχεία, η πίσω πλευρά είναι όμως κενή. Θυμάσαι τίποτα από τη μητέρα σου; τον είχε ρωτήσει μια φορά η Σέιντι. Ήταν στο προαύλιο, πάνω στο τοιχάκι για την αναρρίχηση, η τσουλήθρα έχασκε στα πόδια τους. Πέ- μπτη δημοτικού, τελευταία χρονιά που είχαν μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό. Όλα γύρω τους ήταν πολύ μικρά πια, δεν ήταν για μεγάλα παιδιά. Λίγο πιο πέρα στην αυλή, έβλεπαν τους συμμαθητές τους να παίζουν κρυφτό: φτου και βγαίνω. Η αλήθεια ήταν ότι θυμόταν, αλλά δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανέναν, ούτε καν με τη Σέιντι. Το ότι δεν είχαν μητέρα τους έδενε, αλλά αυτό που τους είχε συμβεί ήταν διαφορετικό. Αυτό που είχε συμβεί στις μητέρες τους. Όχι πολλά, της είχε απαντήσει, εσύ θυμάσαι τίποτα για τη δική σου; Η Σέιντι πιάστηκε από την μπάρα πάνω από την τσου- λήθρα και σηκώθηκε σαν να έκανε έλξεις. Μόνο ότι ήταν ηρωίδα, είπε. Ο Μπερντ δεν είπε τίποτα. Όλοι ήξεραν ότι οι γονείς της Σέιντι είχαν κριθεί ακατάλληλοι να τη μεγαλώσουν κι έτσι κατέληξε σε αυτή την ανάδοχη οικογένεια και σε αυ- τό το σχολείο. Ακούγονταν διάφορες ιστορίες για τους βιολογικούς της γονείς: ότι, παρόλο που η μητέρα της ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=