Οι τελευταίες μέρες (Germania)

G E R M A N I A : Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Μ Ε Ρ Ε Σ 13 ποιος της Γκεστάπο ή της Υπηρεσίας Ασφάλειας, αν και κάτι τέτοιο ήταν μάλλον απίθανο, να ψάχνουν δηλαδή στο τηλέφωνο καταζητούμενους Εβραίους όπως ο Οπενχάιμερ. Ξερόβηξε διστακτικά. «Κι αν ήταν ο Έντε; Στο κάτω κάτω, μόνο αυτός μπορεί να ξέρει το νούμερο». Ο Οπενχάιμερ ένευσε επιδοκιμαστικά, σαν να ήθελε να ενισχύ- σει αυτή τη λιγότερο ανησυχητική σκέψη. Ο Έντε. Αυτός πρέπει να ήταν. Ουσιαστικά ο κακοποιός αυτός ήταν που είχε φροντίσει να τους βολέψει σ’ αυτή την κρυφή αποθήκη. Ο Βαρύς Έντε, όπως ήταν γνωστός στους κύκλους των κακοποιών, και οι συνεργοί του ήταν οι μόνοι που γνώριζαν ότι κάποιος έμενε εδώ κάτω. Και σί- γουρα γνώριζαν και αυτοί το νούμερο της τηλεφωνικής γραμμής. «Τότε πρέπει να είναι κάτι σημαντικό» συνέχισε τον συλλο- γισμό η Λίζα. «Αν ήταν στο τηλέφωνο ο Έντε». «Ίσως. Αν είναι κάτι σημαντικό, σίγουρα θα προσπαθήσει ξανά. Όμως...» ο Οπενχάιμερ δεν κατάφερε να τελειώσει τη φρά- ση του, καθώς εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο άρχισε πάλι να κουδουνίζει και ο διαπεραστικός ήχος ακούστηκε ξανά. Βρέθηκε σε δίλημμα αν έπρεπε να σηκώσει το ακουστικό ή όχι. Τελικά, του ήρθε η ιδέα να δηλώσει ψεύτικο όνομα, για να μάθει ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Αν ήταν ο Έντε, θα ανα- γνώριζε τη φωνή του Οπενχάιμερ και θα καταλάβαινε το τέχνασμα. Αφού πήρε βαθιά ανάσα, σήκωσε το ακουστικό και δήλωσε το πρώτο όνομα που του ήρθε στο μυαλό. «Εδώ Σούλτσε». Στην άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν τόση φασαρία, που πάντως ο συνομιλητής του αποκλείεται να αντιλήφθηκε το ψεύ- τικο όνομα. Στο βάθος ακούγονταν αντρικά γέλια. Όχι, δεν ήταν γέλια, ήταν κραυγές ευωχίας. «Παρακαλώ;» ρώτησε ο Οπενχάιμερ σαστισμένος. Αν και ο συνομιλητής του, λόγω του σαματά, βρυχιόταν πολύ κοντά στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=