Οι τελευταίες μέρες (Germania)

H A R A L D G I L B E R S 20 είχε κουβαλήσει πρόσφατα εκείνος από τη δημόσια κρήνη. Αν και έμεναν σε μια παλιά ζυθοποιία, από τις κάνουλες έτρεχε μόνο λασπόνερο. «Τι λες» ρώτησε ο Οπενχάιμερ «πόσο θα τη βγάλουμε ακόμη;». Η Λίζα έριξε ένα βλέμμα στη γωνιά που ήταν οι κουβάδες. «Τρεις μέρες ίσως, αν κάνουμε οικονομία». Ο Οπενχάιμερ κατένευσε. Όπως και οι άλλοι Βερολινέζοι, έπρεπε σύντομα να διακινδυνεύσει μια διαδρομή μέχρι την επό- μενη δημόσια κρήνη, φορτωμένος κουβάδες. Όμως τα πράγματα θα γίνονταν πραγματικά επικίνδυνα όταν θα άρχιζε να βρέχει το ρωσικό μολύβι των επιτιθέμενων. Ίσως ήταν καλύτερα να γεμίσει τα δοχεία όσο πιο γρήγορα γινόταν, πριν αρχίσουν οι μάχες. Μπορεί μεν στον χώρο να ήταν αποθηκευμένα κάμποσα κιβώτια αλκοολούχων, όμως ο Οπενχάιμερ δίσταζε να κάνει χρήση. Εντέ- λει δεν ήξερε αν είχαν ξεμείνει από την παλιά ζυθοποιία ή αν τα είχε αποθηκεύσει εκεί ο Έντε. Το μόνο που είχε ανοίξει ήταν ένα μπουκάλι ουίσκι, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πλύνει τα δόντια του. Με το απόσταγμα μπορούσε τουλάχιστον να τα απολυμάνει. Βέβαια, κάθε φορά έπρεπε να καταπνίγει την αποστροφή του για να κάνει γαργάρες με το τσουχτερό υγρό, καθώς απεχθανόταν τα ποτά με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η καλή του φίλη Χίλντεγκαρντ φον Στράχβιτς τον παρότρυνε πάντα να δοκιμάσει το δικό της απόσταγμα. Στη σκέψη της Χίλντε χαμήλωσε το κεφάλι του. «Αναρωτιέμαι τι να κάνει τώρα» μονολόγησε χαμηλόφωνα. Η Λίζα έδειξε την κατανόησή της με ένα νεύμα. Δεν χρειάστηκε να ακούσει όνομα για να καταλάβει ποιο πρόσωπο εννοούσε. Ο Οπενχάιμερ είχε θέσει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του αμέτρη- τες φορές τις τελευταίες εβδομάδες. Τα γεγονότα ήταν φρέσκα στη μνήμη του: η κατηγορία για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=