Οι νεκροί

11 μένο ύφασμα, ένας παγερός, ευωδιαστός αέρας απ’ το δρόμο ξέφευγε μέσα από πτυχές και πιέτες. «Χιονίζει πάλι, κύριε Κόνροϊ;» ρώτησε η Λίλι. Είχε προπορευτεί προς το οφίς, για να τον βοηθήσει να βγάλει το παλτό του. Ο Γκέιμπριελ χαμογέλασε με τον τρόπο που το κορίτσι πρόφερε το επίθετό του −καθεμία από τις τρεις συλλαβές ξεχωριστά− και την κοίταξε. Ήταν μια λεπτή κοπέλα, πάνω στην ανάπτυξη, με χλωμό δέρμα και μαλλιά στο χρώμα του άχυρου. Το φως του γκαζιού στο οφίς την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμή. Ο Γκέιμπριελ την ήξερε από τότε που ήταν παιδί κι έπαιζε με μια πάνινη κούκλα καθισμένη στο πρώτο σκαλί. «Ναι, Λίλι» απάντησε, «και νομίζω πως θα το τραβήξει όλη νύχτα.» Κοίταξε το ταβάνι του οφίς, που έτρεμε από τα χτυπήματα και τα συρσίματα των ποδιών στο επάνω πάτωμα, αφουγκράστηκε για μια στιγμή το πιάνο που έπαιζε, κι ύστερα κοίταξε το κορίτσι που δίπλωνε προσεκτικά το παλτό του στην άκρη ενός ραφιού. «Γιά πες μου, Λίλι» είπε καλοσυνάτα, «πας ακόμα σχολείο;» «Ω, όχι, κύριε» του απάντησε. «Το τελείωσα εδώ και πάνω από ένα χρόνο.»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=