10 «Αχ, κύριε Κόνροϊ»7 είπε η Λίλι στον Γκέιμπριελ όταν του άνοιξε την πόρτα, «η δεσποινίς Κέιτ και η δεσποινίς Τζούλια φοβήθηκαν πως δε θα ’ρχόσαστε ποτέ. Καλησπέρα,8 κυρία Κόνροϊ.» «Είμαι σίγουρος ότι τους πέρασε απ’ το νου» είπε ο Γκέιμπριελ, «αλλά ξεχνάνε πως η γυναίκα μου από δω αργεί του θανατά9 να ντυθεί.» Είχε σταθεί στο χαλάκι της πόρτας για να ξύσει το χιόνι απ’ τις γαλότσες του, ενώ η Λίλι οδηγούσε τη γυναίκα του στη σκάλα φωνάζοντας: «Δεσποινίς Κέιτ, ήρθε η κυρία Κόνροϊ». Αμέσως η Κέιτ και η Τζούλια κατέβηκαν αργά τη σκοτεινή σκάλα. Φίλησαν και οι δύο τη γυναίκα του Γκέιμπριελ, της είπαν πως πρέπει να ’χε ξεπαγιάσει, και ρώτησαν αν ο Γκέιμπριελ είχε έρθει μαζί της. «Εδώ είμαι, θεία Κέιτ, στην ώρα μου! Ανεβείτε εσείς κι έρχομαι» φώναξε ο Γκέιμπριελ μέσα απ’ τα σκοτάδια. Συνέχισε να ξύνει τις μπότες του με δύναμη, ενώ οι τρεις γυναίκες ανέβηκαν γελώντας στο μπουντουάρ. Ένα ελαφρύ στρώμα χιονιού είχε πέσει σαν κάπα στους ώμους του παλτού του και σκέπαζε τις μύτες στις γαλότσες του· κι όπως τα κουμπιά του παλτού του γλιστρούσαν μ’ έναν ήχο σαν τρίξιμο μέσα απ’ το παγω-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=