Οι καλλιτέχνες (Οι μεγάλοι... μικροί)
«Οποιαδήποτε άλλη εκτός από αυτή που κάνει ο πα- τέρας σου, ο θείος, οι παππούδες κι οι περισσότεροι σ’ αυτό το χωριό». «Γιατί;» «Επειδή εσένα ο πατέρας σου δε σε θέλει μαρμαρο- τεχνίτη, μα έμπορο». «Δε μ’ αρέσει». «Όταν θα ’ρθει η ώρα εκείνη, θα σ’ αρέσει. Κι όπως και να ’χει… σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, αυτό θα γίνει» του έλεγε εκείνη πεισματικά, δίνοντας κάθε φορά τέλος στη συζήτηση. Μετά τοποθετούσε τα γάντια και πάλι πίσω στο κουτί τους, φυλάγοντάς τα στο μπαούλο· μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, ο Γιαννούλης να συναντηθεί με το… πετρωμένο του. Μα κάθε φορά εκείνος κοίταζε τα γάντια αμήχανος και σαστισμένος. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως θα ταιριάξουνε ποτέ στα χέρια τα δικά του. Η μάνα, τώρα, τακτοποιεί και τα τελευταία πράγμα- τα στο μπαούλο κι ο Γιαννούλης καταφέρνει να περάσει από τον διάδρομο στην εξώπορτα χωρίς, ευτυχώς, εκεί- νη να τον πάρει μυρωδιά. Βγαίνει έξω. Ο καλοκαιριάτικος ήλιος κάνει το κίτρι- νο κεφαλομάντιλο της αδερφής του, της Ανεζούλας, που βγάζει από την τσέπη του, ν’ αστράφτει ακόμα πιο φω- τεινό. «Αλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν τυχόν μου το σκίσεις ή μου το λερώσεις» του είχε πει, όταν τελικά με τα πολλά πείστηκε να του το δώσει. 13
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=