Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων

15 ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΛΕΩΝ γελοιωδώς κοντά μπροστινά πόδια. Μια χαρά τής φαινόταν εκείνης. «Γιατί; Εσύ πώς πιστεύεις ότι έμοιαζαν;» Εκείνος γέλασε. «Άσ’ το, τίποτα. Σ’ αφήνω να επιστρέψεις στο μάθημα. Χάρηκα για τη γνωριμία, Σόφι». Γύρισε για να φύγει τη στιγμή ακριβώς που δύο τάξεις νηπιαγωγείου όρμησαν στην αίθουσα με τα εκθέματα. Το ωστικό κύμα των ουρλιαχτών τους ήταν αρκετό για να κάνει τη Σόφι να οπισθοχωρήσει ένα βήμα. Ωστόσο οι κραυγές των σκέψεών τους ήταν ένας πόνος χωρίς προηγούμενο. Οι σκέψεις των μικρών παιδιών ήταν σαν μυτερές βελόνες που διαπερνούσαν τον εγκέφαλό της – τόσο πολλές ταυτό­ χρονα, που ήταν σαν να της έκανε επίθεση ένας σκαντζό­ χοιρος. Η Σόφι έκλεισε τα μάτια και με τα χέρια έσφιξε το κεφάλι της, τρίβοντας τους κροτάφους της για να ηρεμήσουν τον οξύ πόνο. Μετά όμως θυμήθηκε ότι δεν ήταν μόνη. Έριξε μια ματιά γύρω της για να δει αν είχε αντιληφθεί κανείς την αντίδρασή της και το βλέμμα της έπεσε στο βλέμ­ μα του αγοριού. Τα χέρια του ήταν κολλημένα στο μέτωπό του και το πρόσωπό του είχε την ίδια πονεμένη έκφραση που υπέθετε πως είχε και η ίδιαμόλις πριν απόλίγαδευτερόλεπτα. «Το… άκουσες αυτό;» τη ρώτησε πνιχτά. Η Σόφι ένιωσε το πρόσωπό της να γίνεται κατάχλωμο σαν σεντόνι. Δεν μπορεί να εννοούσε... Πρέπει να εννοούσε τα παιδιά που ούρλιαζαν. Αρκετή φασαρία έκαναν – κραυγές και τσιρίδες, χαχανητά και πάνω από εξήντα φωνές που φλυαρούσαν μεταξύ τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=